Είμαστε ένα σώμα και οφείλουμε να αγαπάμε ο ένας τον άλλο....
πηγή: proskynitis.blogspot.com
https://makkavaios.blogspot.com/
ΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΜΙΑ ΠΑΡΕΑ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΦΙΛΩΝ ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΠΡΟΣΚΥΝΗΤΩΝ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ, ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΜΕ ΠΡΟΒΟΛΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ, ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ.
πηγή: proskynitis.blogspot.com
https://makkavaios.blogspot.com/
Οἱ κοινότητες τῆς ἀγάπης
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
Μέσα ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (Β’ καὶ Δ’ κεφάλαιο) πληροφορούμαστε γιὰ τὴν ζωὴ τῶν πρώτων Χριστιανῶν στὶς κοινότητες τῆς ἀγάπης. Παρατηροῦμε, λοιπόν, ὅτι ἡ ὁμοψυχία των, μέσα στὴν κοινότητα, δὲν περιοριζόταν μόνον σὲ θέματα πνευματικῆς ἢ μορφωτικῆς φύσεως, ἀλλὰ ἐπεκτεινόταν καὶ στὰ οἰκονομικὰ ζητήματα, ὅπου ὑπῆρχε δικαιοσύνη καὶ τιμιότητα, ὥστε νὰ καλύπτωνται οἱ ἀνάγκες ὅλων τῶν ἀδελφῶν, «καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε» (Πράξ., δ’ 35). Γιὰ νὰ ἐξυπηρετηθῆ, μάλιστα, αὐτὸ τὸ κοινὸ ἔργο, ἐπειδὴ οἱ ἀνάγκες συνεχῶς αὐξάνονταν, ἡ κοινότητα στὸ σύνολό της -καὶ ὄχι μόνον οἱ Ἀπόστολοι- ἐξέλεξε τοὺς διακόνους, γιὰ νὰ βοηθοῦν τοὺς Ἀποστόλους στὸν τομέα τῆς κοινωνικῆς προσφορᾶς.
Οἱ Ἀπόστολοι, ἑπομένως, μὲ βάση τὴν δική των κοινότητα μὲ τὸν Χριστό, θεμελίωσαν, στὴν συνέχεια, τὶς ἀποστολικὲς κοινότητες, ὅπου μετέφεραν τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης, καὶ στὶς ὁποῖες προέτρεπαν τοὺς νέους πολῖτες νὰ ζοῦν μὲ ὀρθὴ πίστη, ἀληθινὴ ζωὴ καὶ δίκαιη καὶ εἰρηνικὴ πολιτεία.
Ὑπῆρξε, μάλιστα, ἐσωτερικὸς σύνδεσμος μεταξὺ τῶν διαφόρων κοινοτήτων καὶ ἀλληλοστήριξη, ὅπως γινόταν λ.χ. μὲ τὶς «λογεῖες», τὴν συγκέντρωση δηλαδὴ καὶ τὴν ἀποστολὴ βοηθείας ἐκ μέρους μιᾶς ἢ περισσοτέρων κοινοτήτων πρὸς στοὺς ἐμπερίστατους ἀδελφοὺς τῆς δοκιμαζομένης κοινότητος (Β’ Κορ., η’ 14, Γαλ., β’ 10, κ. ἀ.).
Δυστυχῶς, ἡ ἐσωτερικὴ αὐτὴ αὐτονομία καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἀλληλεγγύης ποὺ χαρακτήριζε τὶς πρῶτες αὐτὲς κοινότητες δὲν διατηρήθηκε στοὺς ἑπόμενους χρόνους γιὰ πολλοὺς λόγους, ποὺ ἀποτελοῦν θέμα ξεχωριστῆς μελέτης.
Σημασία ἔχει, πάντως, ὅτι οἱ Ἀπόστολοι στήριξαν τὰ θεμέλια τῶν κοινοτήτων αὐτῶν, ποὺ ὑπῆρξαν ἀληθινὲς κυψέλες χριστιανικῆς ζωῆς καὶ πολιτείας, πάνω στὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο, τὸν Χριστό, μὲ τὸν Ὁποῖον παρέμεναν διαρκῶς ἑνωμένοι, παρὰ τὴν διασπορά των σ’ ὅλο τὸν τότε γνωστὸ κόσμο. Ἐξ ἄλλου, δὲν κήρυτταν δικές των ἀλήθειες, ἀλλὰ τὴν μοναδικὴ Ἀλήθεια, ποὺ εἶναι πρόσωπο, ὁ Χριστός: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. ιδ’ 6).
Πέτυχαν, ἔτσι, στὴν τριπλὴ αὐτὴν ἀποστολή των, τῆς πνευματικῆς διαφωτίσεως, τῆς μορφωτικῆς καλλιέργειας καὶ τῆς κοινωνικῆς διακονίας, χάρη στὴν ἑνότητα μὲ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, στὴν μεταξύ των ἑνότητα καὶ συνεργασία, καὶ φυσικὰ χάρη στὴν συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ κατηύθυνε κάθε των βῆμα.
Ἔχομε, ἑπομένως, χρέος καὶ ἐμεῖς, οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, οἱ βαπτισμένοι στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ φωτισμένοι ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ βαδίζωμε στὰ χνάρια τῶν Ἀποστόλων, γινόμενοι μὲ τὴν σειρά μας μικροὶ ἀπόστολοι, ποὺ σημαίνει νὰ μένωμε πιστοὶ στὴν ἀλήθεια τῆς «Μίας, Ἁγίας καὶ Καθολικῆς Ἐκκλησίας» καὶ νὰ ἀποτελοῦμε, μὲ τὴν γνήσια χριστιανική ζωή μας καὶ τὴν δίκαιη καὶ συνεργατική μας πολιτεία, φωτεινὰ παραδείγματα καὶ γιὰ ἄλλους ἀνθρώπους, «ὅπως ἴδωσιν ἡμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν Πατέρα ἡμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ., ε’ 16).
Ἔτσι καὶ μόνον ἔτσι θὰ τιμήσωμε πραγματικὰ τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ μᾶς καλοῦν, διὰ στόματος τοῦ κορυφαίου των, Ἀποστόλου Παύλου, νὰ γίνωμε μιμητές των στὰ ἔργα καὶ ὄχι μόνον στὰ λόγια (Α’ Κορ., ια’ 1), πρὸς ὄφελος καὶ σωτηρία ἡμῶν τῶν ἰδίων καὶ πάντων τῶν ἀνθρώπων. Γένοιτο!
Πηγή: https://www.impantokratoros.gr
Κάτω από το μοναστήρι (Μονή Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους), 300 μέτρα και λίγο, είχε ένα περιβόλι όλο συκιές. Ήλθε ο Αύγουστος.
Μια μέρα , μεσημέρι ήταν… πάω να μαζέψω σύκα . Ανεβαίνω πάνω στην συκιά, κάνω να πιάσω ένα κλαδί, σπάει το κλαδί και πέφτω κάτω. Ήταν ένα ντουβάρι τόσο ψηλά και πίσω απ’ το ντουβάρι αυτό ήταν φυτρωμένη η συκιά. Πέφτω απάνω στο ντουβάρι και σπάζω το πόδι εδώ, στο μηρό, στη μέση, και κόπηκε στα δύο. Βάζω τις φωνές εγώ και κλαίω. Φωνές!… Που ν’ ακούσουν! Ώρα μεσημέρι, κοιμόταν οι καλόγεροι. Είχε σπάσει το κόκαλο και γύρισε το πόδι… Είχα έναν πόνο φοβερό. Φώναζα, έκλαιγα…
Κατά καλή μου τύχη, είχε το μοναστήρι έναν αγροφύλακα που ήταν πιο κάτω, στην Σκήτη την Κουτλουμουσιανή, ένα χιλιόμετρο, κι αυτός ανέβαινε από την σκήτη στο Μοναστήρι… Ακούει τη φωνή μου, με γνώρισε, και απ’τον δρόμο ήταν 100 μέτρα να κατέβει εκεί κάτω. Λέει:” Αυτή η φωνή είναι γνωστή. Τί γίνεται, γιατί φωνάζει;”. Έρχεται και με βρίσκει ξάπλα μέσα στην αγκάθια…
Επήγε στο Μοναστήρι και το αναφέρει στον ηγούμενο. Αυτό κι αυτό:” Ο Χαρίτος “, Χαρίτων ήταν το όνομα μου, έπεσε κι έσπασε το πόδι και να πάτε να τον πάρετε “. Και ξυπνάει ο ηγούμενος 4 καλογερια γερά και παίρνουν ένα ράντζο… μια ξύλινη πόρτα. Με βάζουν στο φορείο αυτό και με πάνε πάνω στο Μοναστήρι.
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε γιατρός στο Άγιον Όρος ούτε φάρμακα. Ήταν Κατοχή. Δεν έβρισκες τίποτα από τέτοια πράγματα, ερημιά τα πάντα. Λοιπόν, ευτυχώς, εκεί στη Σκήτη την Κουτλουμουσιανή ήταν ένας (Θεός σχωρεσ’ τονε), αυτός ήξερε από γόνατα σπασμένα και τα έφτιαχνε. Και πήγε ένας καλόγερος, τον φώναξε νά ‘ρθει στο μοναστήρι, με πήγανε στο νοσοκομείο του μοναστηριού. Έχει μια πτέρυγα πίσω, όπου ήταν το νοσοκομείο, και μπροστά ήταν το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων. Φώναζα, τσίριζα εγώ, γιατί πονούσα πάρα πολύ, και κάθισα όλο το απόγευμα και το βράδυ.
Κατά τις 12 τη νύχτα, τι γίνεται, λέτε; Είδα να κατεβαίνουν από τον τρούλο ζωντανοί οι άγιοι Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός, να έρχονται, κι έλαμψε ο τόπος. “Ε, τον κακομοίρη “, λέει ο Άγιος Δαμιανός, “πως το ‘κανε το πόδι!”. Λοιπόν, έρχεται μπροστά στην κεφαλή ο Άγιος Κοσμάς και λέει στον Άγιο Δαμιανό:” Πήγαινε εκεί, στο πόδι, και πιάσ’ το με τα χέρια και τράβα το προς τα έξω “. Γιατί είχε στραβώσει, το είχε καταπλακώσει με το άλλο πόδι. Και πάει ο Άγιος και τραβάει το πόδι στα ίσια. Έναν πόνο… δεν λέγεται.
Εκείνο το τράβηγμα πο’ κανε, εκόλλησε το πόδι. Να δείτε το θαύμα των Αγίων Αναργύρων! Μεταξύ τους μιλούσαν, αλλά δεν καταλάβαινα. “Ήλθαμε να σε βοηθήσουμε “, λέει ο Άγιος Κοσμάς, “μη φοβάσαι, θα περάσει “. Και τί γίνεται. Με το τράβα που έκανε πέρα, κόλλησε το πόδι. Τα κόκαλα, τα κρέατα, όλο το γύρω-γύρω, δεν φαίνονταν τίποτα.
Εγώ μόλις έγινε αυτό, σταμάτησε ο πόνος και σηκώνομαι αμέσως απάνω και χόρευα και τραγουδούσα κι έψελνα, έκανα… ούτε καταλάβαινα εκείνη την ώρα. Σηκωθήκανε οι καλόγεροι στο πόδι. “Θα τρελάθηκε απ τους πόνους ο Χαρίτων. Τέτοια ώρα να τραγουδάει και να ψέλνει!”. Έρχονται, λοιπόν, στο νοσοκομείο. “Μνησθητι μου, Κύριε!”, λένε. Κι ήταν η ώρα μια μετά τα μεσάνυχτα. Λένε τί σηκώθηκες; κάτσε κάτω, θα σπάσεις και τ’ άλλο το πόδι!”. “Για κοιτάξτε να ιδείτε, λέω. Μπροστά ήτανε το παρεκκλήσιο των Αγίων Αναργύρων. “Αυτοί οι δύο, που είναι μέσα στο θρόνο τους εκεί, ήλθανε πριν από ώρα, ο ένας στο κεφάλι και ο άλλος στα πόδια, τραβήξανε το πόδι και το φτιάξαν και τώρα δεν υπάρχει τίποτα “. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκαν και το πρωί κάναν λειτουργία. Πήγα στη λειτουργία κι εγώ. Τρεις μέρες κάνανε λειτουργίες.
Από εκεί κάθισα 2-3 μέρες στο νοσοκομείο, για να σιάξει, να μην πονάει κιόλας λιγάκι, και μετά έφυγα, πήγα στο κελί μου, που λες… Κι ύστερα είχα γνωστούς από τις Καρυές μέσα, μάθανε πώς έγινε κι έρχονταν οι καλόγεροι. Αυτό εδώ το θαύμα είναι γραμμένο στα πρακτικά της Μονής – την τάδε ημερομηνία έγινε. “
Από το βιβλίο «Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης, Ο Πνευματικός της Μονής Δαδίου»,- Στο Άγιον Όρος, Ιερά Μονή Δαδίου «Παναγία η Γαυριώτισσα», Εκδοτικός Οργανισμός Π. Κυριακίδη Α.Ε.,Σελ 26-28.
https://simeiakairwn.gr
Η καμπάνα μόλις είχε σημάνει για το κάλεσμα των μοναχών στην εωθινή ακολουθία.
Ο μοναχός Ησύχιος για ακόμη μία φορά έμπαινε με αρκετή δυσκολία στο καθολικό του ναού σέρνοντας, όπως συνήθιζε άθελά του τα τελευταία χρόνια, τα λεπτοκαμωμένα γερασμένα πόδια του προκαλώντας έτσι την αναστάτωση των περισσοτέρων μοναχών. Ορισμένοι τον κοίταξαν περιφρονητικά. Άλλοι δεν καταδέχτηκαν ούτε το βλέμμα τους να του ρίξουν, αρκούμενοι στο να μουρμουρίζουν κάτι μέσα από τα δόντια τους.
Δεν ήταν αυτή όμως η κύρια αιτία αναστάτωσης. Εκείνο που προκαλούσε περισσότερο τους άλλους μοναχούς ήταν η έντονη μυρωδιά του τσιγάρου που αναδυόταν από τα βρωμισμένα ράσα του και από τη λευκοκιτρινισμένη γενειάδα του. Δεν μπορούσαν να ανεχτούν οι εν Χριστώ αδελφοί του ότι καλόγερος τέτοιας μεγάλης ηλικίας – ογδόντα τεσσάρων ετών και με έκδηλα τα σημάδια της φθοράς του χρόνου πάνω του – ήταν μπλεγμένος μ’ ένα τέτοιο πάθος, που οδηγούσε κάποιους πιο ασθενείς στη συνείδηση να ξεπερνούν τα όρια της αποστροφής του και να φτάνουν μερικές φορές στον εμπαιγμό και την προσβολή του προσώπου του.
Τι κι αν που ο Ησύχιος ήταν από τους παλαιοτέρους στο μοναστήρι; Η βρωμιά που άφηνε πίσω του είχε κάνει πολλούς όχι μόνο να μην τον αποδέχονται, αλλά και να μην τον σέβονται καθόλου.
Εκείνος δεν μιλούσε ποτέ. Έβλεπε την όλη ατμόσφαιρα γύρω του, έσκυβε το κεφάλι, ψιθύριζε προσευχές και… έδινε ευχές. Είχε καταφέρει σ’ ένα βαθμό να κάνει βίωμα ό,τι έλεγε το όνομά του.
Κανείς βεβαίως δεν γνώριζε την πραγματική ζωή και τον μεγάλο αγώνα που έκανε καθημερινά. Ούτε καν και ο νέος ηγούμενος του μοναστηριού, ο οποίος από παλιά τον κρατούσε σε κάποια απόσταση, κι όταν έγινε ηγούμενος απορροφήθηκε από τα διοικητικά βαριά καθήκοντά του. Μη γνωρίζοντας μάλιστα την πνευματική κατάστασή του, θεωρούσε καλό να κρατά «διακριτική» στάση απέναντί του, με σεβασμό μεν προς το γήρας του, αλλά και με την ενδόμυχη προσμονή, που δεν ήθελε ούτε στον εαυτό του να την ομολογήσει, πότε θα αναχωρήσει από τον κόσμο αυτόν για να γλιτώσει από τις πιέσεις και τα σχόλια των άλλων μοναχών.
Ένα σύνηθες φαινόμενο ήταν το γεγονός ότι πολλοί νεώτεροι μοναχοί κάθε φορά που περνούσαν έξω από το μικρό κελί του, του χτυπούσαν δυνατά την μικρή ξύλινη πορτούλα του προσβάλλοντάς τον πολύ άσχημα, λέγοντας χαρακτηριστικά πως η μυρωδιά που έβγαινε από μέσα θα τον έκαιγε στην κόλαση…
Η αλήθεια όμως ήταν πως γεννήθηκε από δύο γονείς λάτρεις του τσιγάρου, αφού σ’ αυτούς ανήκε μία από τις μεγαλύτερες καπνοβιομηχανίες εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Έτσι, είτε το ήθελε είτε όχι, ο Ησύχιος (κατά κόσμον Παύλος) μεγάλωσε μέσα στο εργοστάσιο των γονιών του, με αποτέλεσμα ο καπνός να μην λείπει καμία ώρα της ημέρας ούτε από το σπίτι αλλά ούτε και από το χώρο εργασίας όπου τον έπαιρναν μαζί τους από πολύ μικρό. Ως εκ τούτου, ο Παύλος από την παιδική του ηλικία είχε εθιστεί στην μυρωδιά αυτή, πράγμα που τον έκανε πολύ φανατικό καπνιστή…
Η έντονη κλίση του όμως στην Εκκλησία – κατάλοιπο από τη συναναστροφή του με την ευλαβή γιαγιά του – κι ένα συγκλονιστικό γι’ αυτόν γεγονός που το θεώρησε ως επέμβαση του Θεού στη ζωή του, οδήγησε τα βήματά του εδώ κι αρκετές δεκαετίες στις μοναχικές τάξεις της ιστορικής μονής του αγίου Νεκταρίου. Ο αγώνας του έκτοτε να επιβεβαιώνει την κλίση του στην καλογερική με την τήρηση των αγίων εντολών του Χριστού ήταν μεγάλος.
Εκεί όμως που έδινε τις μάχες του καθημερινά, εκεί που φαινόταν άλλοτε να κερδίζει και άλλοτε να πνίγεται και να χάνει ήταν με την «οικογενειακή» μυρωδιά. Το τσιγάρο φάνταζε ο απόλυτος όγκος, το βουνό που μπροστά του διαπίστωνε ότι ίσως ποτέ δεν θα πατούσε την κορυφή του. Πραγματικά το τσιγάρο ήταν σαν δεύτερη τροφή του. Καλύτερα: η πρώτη τροφή του! Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα χωρίς αυτό.
Κι όμως η προσπάθεια που κατέβαλε όλα αυτά τα χρόνια ήταν αξιοθαύμαστη. Είχε καταφέρει όλο αυτό το διάστημα να μειώσει κατά πολύ το κάπνισμα και μάλιστα είχε φτάσει στο σημείο να καπνίζει μόνο ένα-δύο τσιγάρα τη μέρα. Γεγονός πάντως ήταν ότι παρόλο τον περιορισμό, το πάθος ήταν ενεργό.
Αυτός βεβαίως που ήξερε τον πνευματικό αγώνα του ήταν ο γέροντάς του, με τον οποίο συνδέθηκε πολύ αφότου εισήλθε στη μοναχική ζωή. Αυτός τον ενίσχυε, τον κατανοούσε, τον παρηγορούσε, τον προστάτευε… Η αναχώρησή του όμως για την ουράνιο βασιλεία έριξε πολύ το πνευματικό σθένος του Ησύχιου. Ο νέος Γέροντάς του, κατά πολύ νεώτερός του, δεν μπορούσε να κατανοήσει σε βάθος ακόμη την εσωτερική του ζωή, ενώ, όπως είπαμε, ο νέος ηγούμενος ακόμη περισσότερο δεν είχε και τον χρόνο καν να ασχοληθεί με τον γέροντα μοναχό.
Ο καιρός περνούσε και τα καψώνια των νεωτέρων προς τον φιλήσυχο μοναχό συνεχίζονταν παίρνοντας στο εξής και μορφή μίσους, καθώς κάποιοι ενοχλούνταν ακόμα κι από την σιωπή του ηλικιωμένου αυτού μοναχού…
‘Ήταν ανήμερα των αγίων Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου όταν μία ευωδία είχε διαχυθεί σ’ όλο το μοναστήρι. Όλοι αναστατωμένοι προσπαθούσαν να ανακαλύψουν την πηγή αυτής της άρρητης ευωδίας, η οποία μπορούσε ίσως να συγκριθεί μόνο με το πιο μεθυστικό λουλούδι στο περβόλι του Παραδείσου… Κι όμως κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει πως αυτή η θεϊκή και άγια ευωδία προερχόταν από το μικρό και ταπεινό κελί του μοναχού Ησυχίου.
Άπαντες έτρεξαν να δουν τι είχε συμβεί… Το μυστήριο λύθηκε σύντομα. Ο μοναχός Ησύχιος βρισκόταν μέσα στην αγκαλιά του αγαπημένου του Πατέρα. Είχε μόλις αναχωρήσει για την ουράνια πολιτεία των αγγέλων. Ο πολυαγαπημένος του γέροντας θα ήταν στο εξής πολύ περήφανος για τον καλό υποτακτικό του ο οποίος έστω και την έσχατη στιγμή κατάφερε να ξεπεράσει το πάθος του…
Ο Ησύχιος την τελευταία μέρα πριν την αναχώρησή του για τους ουρανούς, νίκησε τον πειρασμό του και αγωνιζόμενος μέχρι τέλους δεν κάπνισε καθόλου. Η επιβράβευση ίσως του Θεού για όλα τα χρόνια του πνευματικού του αγώνα, πολύ περισσότερο κατά του μεγάλου του πάθους, επήλθε με την ευωδία του σκηνώματός του, η οποία έγινε αφορμή για μετάνοια όλων των μοναχών αλλά και του νέου ηγουμένου του μοναστηριού…
Όλοι τώρα ήξεραν ότι ο γέρων Ησύχιος θα εξακολουθούσε να είναι μαζί τους και θα συνέχιζε να τους «μιλάει» με την ιερή σιωπή του, όπως άλλωστε έκανε μέχρι τότε, πρεσβεύοντας πια για εκείνους…
https://simeiakairwn.gr
Πηγή: https://tasthyras.wordpress.com