ΚΑΘΑΡΘΩΜΕΝ ΤΑΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΨΟΜΕΘΑ
Καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα
ΚΑΘΑΡΘΩΜΕΝ ΤΑΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ
ΚΑΙ ΟΨΟΜΕΘΑ
Ορθόδοξοι Χριστιανοί, σήμερα μας κράζει ο θεόγλωσσος υμνωδός, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγοντας «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως Χριστόν εξαστράπτοντα και χαίρετε φάσκοντα τρανώς ακουσόμεθα, επινίκιον άδοντες». Μας κράζει λοιπόν να καθαρίσουμε τις αισθήσεις μας, για να μπορέσουμε να δούμε τον Χριστό τον αναστημένον από τον τάφο. Να καθαρίσουμε τις αισθήσεις μας, γιατί είναι ακάθαρτες, βρωμισμένες, επειδή τις μεταχειριζόμαστε για σαρκικά και υλικά πράγματα.
Και πώς άραγε καθαρίζονται οι αισθήσεις; άμα καθαρισθεί η καρδιά και η διάνοιά μας με την πνευματική τροφή και με τη χάρη του αγίου Πνεύματος, θα καθαρισθούνε κ’ οι αισθήσεις μας και θα γίνουνε από σαρκικές, πνευματικές. Ο υμνωδός το λέγει αυτό γιατί το διδάχθηκε από τον ίδιο τον Κύριο και Σωτήρα του που είπε στους Μακαρισμούς: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Κι αν καθαρίσουμε τις αισθήσεις μας, λέγει πως θα δούμε τον Χριστόν «εξαστράπτοντα», με αστραπή, όχι θαμπά, αλλά καθαρώτατα, αστραφτερόν από το αζύγωτο φως της Αναστάσεως, «τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως». Κι όχι μονάχα θα τον δούμε «τηλαυγώς», αλλά και θα τον ακούσουμε κιόλας (γι’ αυτό πρέπει να είνε καθαρές όλες οι αισθήσεις μας), κ’ ηφωνή του δεν θάρχεται από μακρυά, να αμφιβάλλουμε αν τον ακούσαμε ή δεν τον ακούσαμε, αλλά «τρανώς», δυνατά.
Τις αισθήσεις μας δεν τις μολεύουμε μονάχα σαν κάνουμε μ’ αυτές σαρκικά έργα κι ενέργειες, δηλαδή σαν τις μεταχειριζόμαστε για τις απολαύσεις του κορμιού, αλλά κι όταν τις μεταχειριζόμαστε για κάποια έργα που τα λέει ο κόσμος «πνευματικά», ενώ είνε κι αυτά σαρκικά, και μάλιστα αυτά είνε συχνά πιο πονηρά από τ’ άλλα που φαίνονται φανερά πως είνε σαρκικά.
Αυτά τα λεγόμενα «πνευματικά» έργα είνε οι πονηρές σκέψεις που κάνει ο νους μας ψάχνοντας τα θεϊκά πράγματα, και που είνε ασεβέστατες, και σ’ αυτές μάς σπρώχνει η υπερηφάνειά μας και η αφοβία μας μπροστά στο Θεό, γιατί δίνουνε τροφή στην ματαιοδοξία μας, επειδή φαινόμαστε πολύξεροι στους άλλους, ενώ ο σοφός Σολομών είπε: «Αρχή της σοφίας (δηλ. της κατά Θεόν σοφίας) είνε ο φόβος του Κυρίου». Μ’ αυτά τα ψαξίματα και με τις φιλοσοφίες, ο χριστιανός αληθινά μολύνει τις αισθήσεις του, τις στομώνει, κι αντί να τις κάνει πνευματικές, τις κάνει όργανα χονδροειδή, αφού μ’ αυτές ερευνά χονδροειδή, υλικά πράγματα, κι όχι πνευματικά. Γιατί, όπως είπα πριν, με όλο που αυτές οι ενέργειες φαίνονται πνευματικές, στ’ αληθινά είνε σαρκικές, κατά τον απόστολο Παύλο που λέγει πως τις κάνει «ο νους της σαρκός», γράφοντας στους Κολοσσαείς: «Μηδείς υμάς καταβραβευέτω θέλων εν ταπεινοφροσύνη και θρησκεία των Αγγέλων, α μη εώρακεν εμβατεύων, εική φυσιούμενος υπό του νοός της σαρκός αυτού.» (Κολος. Β, 18). Και στους Εφεσίους γράφει: «Τούτο ουν λέγω και μαρτυρόμαι εν Κυρίω, μηκέτι υμάς περιπατείν καθώς και τα λοιπά έθνη περιπατεί εν ματαιότητι του νοός αυτών, εσκοτισμένοι τη διανοία, όντες απηλλοτριωμένοι της ζωής του Θεού δια την άγνοιαν την ούσαν εν αυτοίς δια την πώρωσιν της καρδίας αυτών.» (Εφεσ. Δ, 18). Ποια λοιπόν λέγει «ματαιότητα του νοός των εθνών»; Δεν λέγει τα μάταια ψαξίματα που κάνανε οι φιλόσοφοι, ας ήτανε κι εκείνοι που φαινότανε οι πιο πνευματικοί; Αυτά που λέγανε ήτανε σαρξ, (γιατί «το εκ της σαρκός σάρξ εστι») αφού ό,τι κάνανε το κάνανε όντας «απηλλοτριωμένοι της ζωής του Θεού», δηλαδή το κάνανε με πνεύμα σαρκικό. Όποιος ψάχνει κι ερευνά μ’ αυτό το σαρκικό πνεύμα, πρώτα χάνει την παρθενική απλότητα της διανοίας, για την οποία πρωτομακάρισε (αυτός είνε ο πρώτος μακαρισμός) ο γλυκύτατος Χριστός μας εκείνους που την έχουνε, λέγοντας «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι». Ύστερα, αυτός που σκαλίζει με το μυαλό του τα θεία, πειράζει τον Θεό που κρύβεται από τις αδιάκριτες διάνοιες και χώνεται μέσα στο γνόφο, κι αυτό το φανερώνει με το στόμα του προφήτη Ησαΐα, λέγοντας «Φανερός έγινα σε εκείνους που δε με ρωτάνε, και γνωρίσθηκα από εκείνους που δεν με ζητάνε με πονηρία». Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας λέγει: «Πίστις ουκ έστι το ζητούμενον· ον τρόπον γαρ ελπίς βλεπομένη ουκ έστιν ελπίς ούτω και πίστις ερευνωμένη και ουκ έχουσα το αζήτητον, πίστις ουκ είη, κατά τον ίσον τη ελπίδι λόγον». Κι ο μέγας Βασίλειος λέγει: «Το απλούν της πίστεως ισχυρότερόν εστι των λογικών αποδείξεων».
Και μολαταύτα πλήθος χριστιανοί καταγίνονται ακόμα σήμερα, και πιο πολύ μάλιστα, με τέτοιου είδους ψαξίματα και έρευνες «απηλλοτριωμένοι της ζωής του Θεού» όπως έλεγε ο Παύλος για τους εθνικούς, κι ανακατεύουνε με την πίστη, που δεν γνωρίσανε οι δυστυχείς τι λογής πράγμα είναι, τις επιστήμες και τις φιλοσοφίες, και «ψυχραίνουνε» μ’ αυτά που λένε «την πίστη των πολλών», κι ενώ ο μάταιος λογισμός τους καταγίνεται με «μάταια και ψευδή», καταργούνε από αλαζονεία κι από κουφότητα την αγία Παράδοση της Ορθοδοξίας, ώστε ο χριστιανισμός να καταντήσει ένα σύστημα επίγειας ζωής, χωρίς αποκαλύψεις Αθανασίας, δηλαδή χωρίς Χριστό. Κι αυτοί θέλουνε να διδάξουνε τα απλοϊκά κι αθώα πρόβατα του Χριστού που τα μακάρισε ο ίδιος σ’ όλους τους Μακαρισμούς, μα ιδιαίτερα στον πρώτο και στον όγδοο.
Τούτοι λοιπόν οι άνθρωποι πώς γιορτάζουνε Χριστόν Αναστάντα εκ νεκρών! Ξένον και παράδοξον! Φιλοσοφούντες και επιστημούντες πιστεύουν; Μα ποιος πίστεψε ποτέ φιλοσοφώντας; Ρωτώ να μάθω. Με τον Χριστό, η φιλοσοφία τελείωσε και θάφτηκε για όποιον πίστεψε σ’ Αυτόν. Ας ακούσουνε τον Παύλο που φωνάζει «Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά και πάντα». Ποια είναι τα αρχαία; «Η ματαιότης του νοός» οι έξυπνοι κι εύστροφοι συλλογισμοί, το να ψευδοταπεινώνεσαι ενώ η περιφάνειά σου φανερώνεται από τα διανοήματά σου, όπως κάνανε προ Χριστού οι ηθικοί φιλόσοφοι και τώρα οι ηθικολόγοι Χριστιανοί. «Ιδού γέγονε καινά τα πάντα». Φωνή ελπιδοφόρα του ευλογημένου Παύλου, που ξαναλέγει στην καρδιά μας, ό,τι λέγει και το «χαίρετε» που είπε ο Αναστημένος Κύριός του και Κύριός μας! «Να, τα πάντα γινήκανε καινούρια!» Γινήκανε καινούρια γιατί είναι «καινόν και ξένον» η Ανάσταση του Χριστού, κι αυτό το «καινούριο» τα έκανε όλα καινούρια, επειδή κατήργησε τα παλιά. Κατήργησε τα παλιά «ο καταργήσας τον θάνατον», γιατί όπου δεν βρίσκεται «ο αρχηγός της Ζωής» βασιλεύει ο θάνατος. Κατήργησε την κατάρα της σαρκός, κι έφερε την ευλογία του Πνεύματος. Κατήργησε την γνώση κι έφερε την Πίστη («Δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται»).
Το παλιό ήτανε η Γνώση, το ψάξιμο, το να ψηλαφεί ο άνθρωπος στα τυφλά και να μη βρίσκει τίποτα. Το καινούριο είναι η Πίστη που ανοίγει τα πνευματικά μάτια του ανθρώπου και βλέπει τον Ήλιο της Δικαιοσύνης «Χριστόν εξαστράπτοντα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως». Εκείνος φθάνει για όλα, δεν χρειάζεται πια διόλου να ψάχνει το μυαλό μας σαν των εθνικών φιλοσόφων, αφού βρέθηκε «η οδός», δηλαδή Εκείνος που είπε καθαρά και σύντομα: «Πάντα μοι παρεδόθη υπό του Πατρός μου· και ουδείς επιγινώσκει τον Υιόν ει μη ο Πατήρ, ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο Υιός, και ω εάν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι.» (Ματθ. ια’, 27).
«Ω εάν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι», «σ’ όποιον θέλει ο Υιός να φανερώσει, να γνωρίσει τον Πατέρα». Πού πας, λοιπόν, χριστιανέ, να γνωρίσεις τον Θεόν και τον Χριστόν εσύ, ο τυφλός, ο αδύνατος, ο ακάθαρτος, με την δική σου δύναμη, ενώ ο ίδιος ο Κύριός μας είπε πως μονάχα ο Πατέρας φωτίζει τη διάνοιά σου για να γνωρίσεις τον Χριστό, κι ο Χριστός για να γνωρίσεις τον Πατέρα; Και δεν πέφτεις σε προσευχή να το παρακαλέσεις να σε φωτίσει, αλλά καταγίνεσαι με ασεβή ψαξίματα, όπως εκείνοι οι αρχαίοι που δεν είχανε ακούσει ακόμα τον Χριστό να λέγει με εξουσία αυτά τα λόγια; Κι αλλού που λέγει «Εγώ είμαι η θύρα, εγώ είμαι η οδός, εγώ είμαι ο καθηγητής, εγώ είμαι το φως, εγώ είμαι ο γιατρός, ο μεσίτης (Τιμοθ. Α, β, 2), ο ποιμήν, ο ραββί. Αυτός είναι ο «πρωτότοκος της καινής κτίσεως», που έκανε «καινά τα πάντα» κι έκανε και «καινούς ανθρώπους», «τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Ναι, με την Ανάσταση του Χριστού όλα γινήκανε καινούρια. Γι’ αυτό κι ο υμνωδός λέγει με χαρά κι αγαλλίαση «Δεύτε πόμα πίομεν καινόν ουκ εκ πέτρας αγόνου (της φιλοσοφίας) τερατουργούμενον, αλλ’ αφθαρσίας πηγήν εκ τάφου ομβρήσαντος Χριστού εν ω στερούμεθα» και «Δεύτε του καινού της αμπέλου γεννήματος της θείας ευφροσύνης εν τη ευσήμω ημέρα της εγέρσεως, βασιλείας τε Χριστού κοινωνήσωμεν, υμνούντες αυτόν ως Θεόν εις τους αιώνας».
Αδελφοί μου Χριστιανοί, εσείς που καταγινόσαστε με τις επιστήμες και με τις φιλοσοφίες, ακούστε τον Κύριο που λέγει με το στόμα του προφήτη «Εμένα με αφήσανε, που είμαι πηγή της ζωής, και σκάψανε κάποιους ξερόλακκους που δεν έχουνε νερό». Και που λέγει με το δικό του στόμα στο Ευαγγέλιο «όποιος βάλει το χέρι του στο αλέτρι μου και βλέπει πίσω, δηλαδή δεν απαρνήθηκε την κοσμική γνώση που καταγίνονται οι άνθρωποι πριν να έλθω εγώ στον κόσμο, δεν είναι δεκτός στη βασιλεία του Θεού» (Λουκ. θ’, 62). Και που είπε πάλι άλλη φορά: «δε βάζουνε καινούριο κρασί σε παλιά ασκιά».
Ας καθαρίσουμε λοιπόν τη διάνοιά μας από τη θολούρα της πολύπλοκης γνώσεως, γιατί αλλοιώς δεν θα δούμε τον Χριστό «εξαστράπτοντα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως», κι ούτε θα τον ακούσουμε να λέγει τρανώς το «Χαίρετε». Μάτια να τον δούμε κι αυτιά για να τον ακούσουμε δεν μπορεί να μας δώσει με κανέναν τρόπο η γνώση, η «κενή απάτη», αλλά μονάχα η ευλογημένη Πίστη στον Κύριο και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό που είνε δοξασμένος στους ατελεύτητους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Φώτης Κόντογλους
ΚΙΒΩΤΟΣ ΜΗΝΙΑΙΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΕΤΟΣ Α’ ΜΑΡΤΙΟΣ 1952