Παντα εἶχα τήν ἀπορία, ἄν οἱ ἄνθρωποι πού ἀνήκουν στή μαύρη φυλή ἔχουν τίς ἴδιες προϋποθέσεις μέ τούς λευκούς νά εὐαρεστήσουν τό Θεό. Γιατί δέν ἤξερα κανένα μαῦρο πού νά ἔγινε γνωστός γιά τούς πνευματικούς του ἀγῶνες καί τήν ἁγιότητά του. Μήπως, σκεφτόμουνα, τό χρῶμα τοῦ σώματός τους ἔχει ἐπιπτώσεις στήν ψυχή τους; Ἤ μήπως ὁ Θεός τούς ἔχει ἀποδοκιμάσει; Ἀλλά γιατί;
Κάποτε λοιπόν πού βρέθηκα στό κελλί τοῦ μακάριου Νήφωνα, σκέφτηκα νά τόν ρωτήσω γι’ αὐτό τό ζήτημα. Ὁ δίκαιος μέ βεβαίωσε, ὅτι καί ἀπό τούς μαύρους ὁ Θεός κάλεσε πολλούς στή βασιλεία Του, ἀφοῦ κι αὐτοί εἶναι πλάσματά του, πού κατάγονται γενεαλογικά ἀπό τόν Σήμ καί τόν Χάμ, τούς γιούς τοῦ Νῶε59. Ἀρκετοί μάλιστα, εἶπε ἔλαμψαν μέ τίς ἀρετές καί τά θαύματά τους. Καί γιά νά μοῦ ἀποδείξει τά λόγια του μοῦ διηγήθηκε δυό-τρεῖς σχετικές περιπτώσεις:
Ζοῦσε, λέει, παλαίοτερα στά μέρη τῆς Πανεφῶς**, στήν Αἴγυπτο, ἕνας ληστής μαῦρος σάν τό κάρβουνο, θεόρατος, θηριόμορφος καί αἱμοβόρος. Τόσο φοβερός ἦταν, πού ἕνα βρουχητό του –γιατί βρυχιόταν σά λιοντάρι- ἔφτανε γιά νά κόψει τό αἷμα καί τοῦ πιό θαρετοῦ ἀνθρώπου.
Μιά νύχτα ὅμως εἶδε ὄνειρο τρομακτικό. Σά νά βρέθηκε ξαφνικά στή μέση μιᾶς ἀπέραντης πεδιάδας. Στρέφοντας ὁλόγυρα τά μάτια του, βλέπει ἕνα πύρινο ποτάμι, πού κυλοῦσε ὁρμητικά, κάνοντας δυνατό θόρυβο καί τρώγοντας στό πέρασμά του ἀκόμα καί τίς πέτρες καί τό χῶμα. Μέ βήματα μικρά καί διστακτικά ὁ ληστής σίμωσε κοντύτερα γιά νά δεῖ. Μόλις ὅμως ἔφτασε στήν ἀκροποταμιά, τέσσερα φλογερά πνεύματα τινάχτηκαν μεσ’ ἀπό τή φωτιά, τόν ἅρπαξαν ἀπ’ τά μαλλιά κι ἔκαναν νά τόν ρίξουν στό ποτάμι. Καθώς τόν τραβοῦσαν, ἕν’ ἀπό τά πνεύματα τοῦ εἶπε: ‟Ταλαίπωρε, ἄν γινόσουν μοναχός, δέν θά σε καταποντίζαμε ἐδῶ μέσα’’.
Ξύπνησε ἀλαφιασμένος. Μέ ἴλιγγο καί φρίκη ἀναθυμόταν τό φοβερό θέαμα. Ὅσο κι ἄν προσπάθησε ὅμως νά τό ἐξηγήσει, δέν μπόρεσε. Σκέφτηκε τότε καί εἶπε: ‟Ἄς πάω σ’ ἕνα ἀναχωρητή, νά τοῦ πῶ τί εἶδα. Οἱ καλόγεροι ξέρουν ἀπ’ αὐτά. Ἴσως θά μοῦ φανερώσει τί εἶν’ αὐτός ὁ ποταμός πού ὀνειρεύτηκα’’.
Τήν ἴδια κιόλας στιγμή πέταξε τά ληστρικά του ὅπλα καί πῆρε τό δρόμο γιά τήν Πανεφώ. Μετά ἀπό λίγο, διέκρινε σέ κάποιαν ἀπόσταση ἕνα κελλί ἀναχωρητικό. Τράβηξε βιαστικά γιά κεῖ. Χτύπησε τήν πόρτα. Ἕνας γέροντας τοῦ ἄνοιξε ἀμέσως, λές καί τόν περίμενε.
-Καλῶς ἦρθες! Καλῶς ἦρθες, παλικάρι μου! Πῶς ἀπό δῶ; Μήπως ἀναστατώθηκες μ’ ἐκεῖνο τό πύρινο ποτάμι καί μέ τά τέσσερα πονηρά πνεύματα, πού σ’ ἔσερναν ἀπ’ τά μαλλιά γιά νά σέ ρίξουν μέσα στή φωτιά; Ἀλήθεια, παιδί μου, τί φοβερή ἡ ἀπειλή τοῦ ποταμιοῦ ἐκείνου! Μέχρι καί τίς πέτρες ἔτρωγε!..... Ἄν ὅμως ἐσύ θέλεις νά γλυτώσεις ἀπό τίς φλόγες του, ὑπάρχει τρόπος. Μετανόησε γιά τίς ληστεῖες καί ὅλες τίς ἀνομίες σου καί γίνε μοναχός. Ἔτσι θά σωθεῖς. Γιατί τό ποτάμι ἐκεῖνο ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά τούς ἁμαρτωλούς, πού δέν μετανοοῦν....
Δέν πρόλαβε καλά-καλά νά τελειώσει τά λόγια του ὁ γέροντας, καί ὁ ληστής βρέθηκε πεσμένος στά πόδια του, κλαίγοντας σά μικρό παιδί.
-Ἐλέησέ με, τίμιε πάτερ, τόν μαῦρο καί στό σῶμα καί στήν ψυχή, φώναξε μέσα στούς λυγμούς του. Ἐλέησέ με, τόν ἄθλιο, καί κάνε με ὅ,τι σέ προστάξει ὁ Θεός.
Πραγματικά, μετά ἀπό λίγο ὁ ἅγιος ἐκεῖνος γέροντας κούρεψε τό ληστή μοναχό. Ἀφοῦ ἔμεινε μαζί του ἀρκετό καιρό καί τόν δίδαξε ὅλη τήν τάξη τῆς μοναχικῆς ζωῆς, τοῦ ἄφησε τό κελλί του καί ὁ ἴδιος ἀναχώρησε στή βαθύτερη ἔρημο, γιά ν’ ἀσκητέψει ἀνάμεσα στά θηρία.
Ὁ μαῦρος λοιπόν ἐκεῖνος ἔφτασε μέ τήν ἄσκηση σέ τέτοια μέτρα ἀρετῆς, ὥστε, τήν ὥρα πού προσευχόταν ν’ ἀστραποβολάει ὁλόκληρος σά σπιθοβόλο σύφλογο κι ὁλόφωτη στήλη. Ἀναρίθμητοι δαίμονες ἔπεφταν πάνω του, μά αὐτός μέ τήν προσευχή του τούς ἔκαιγε καί τούς ἀφάνιζε ὁλότελα. Τόση σοφία μάλιστα τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, πού καί πνευματικές διδαχές ἔγραφε καί συμβουλευτικές ἐπιστολές ἔστελεν συχνά στούς πατέρες τῆς σκήτης καί σέ πολλούς ἄλλους. Τελικά ὅταν πέθανε, τό τίμιο λείψανό του, ὅπως διηγοῦνται ὅσοι ζοῦσαν στά μέρη ἐκεῖνα, ἀνάβλυσε μύρο πολύ, πού θεράπευε τούς ἀρρώστους καί τούς δαιμονισμένους.
Ἕνας ἄλλος πάλι μαῦρος, γέρος καί φτωχός, ζοῦσε σέ μιά πόλη, πού λεγόταν Ὑσία. Αὐτός περιπλανιόταν ἐδῶ κι ἐκεῖ, σιγοψιθυρίζοντας πάντα κάτι, ἄγνωστο τί. Γι’ αὐτό πολλοί νόμιζαν ὅτι δέν ἦταν στά καλά του.
Κάποτε ἔπεσε μεγάλη ξηρασία στά μέρη ἐκεῖνα. Τά ζῶα ψοφοῦσαν, ἡ γῆ ἔσκαζε, τά φυτά ξεραίνονταν. Κλῆρος καί λαός, μέ τόν ἐπίσκοπο ἐπικεφαλῆς, ἔκαναν πολλές δεήσεις καί ἀγρυπνίες γιά νά σταματήσει τό κακό, ἀλλά μάταια.
Μιά νύχτα λοιπόν ὁ ἐπίσκοπος βλέπει στόν ὕπνο του ἕναν ἄγγελο, πού τοῦ λέει: ‟Νά τί προστάζει ὁ Θεός. Πάρε τούς κληρικούς σου καί πήγαινε αὔριο πρωί-πρωί στή νότια πύλη τῆς πόλης. Τόν πρῶτο πού θά δεῖς νά μπαίνει μέσα, σταμάτησέ τον καί παρακάλεσέ τον νά προσευχηθεῖ στό Θεό, γιά νά σᾶς στείλει βροχή’’.
Πραγματικά, τήν αὐγή τῆς ἄλλης μέρας, μετά τόν ὄρθρο, παίρνει ὁ ἐπίσκοπος τόν κλῆρο του καί πηγαίνει στήν πύλη πού τοῦ εἶχε πεῖ ὁ ἄγγελος. Δέν χρειάστηκε νά περιμένουν πολύ. Σύντομα ἕνας μαῦρος φάνηκε νά πλησιάζει. Ἦταν πολύ γέρος, καί στούς κυρτωμένους ὤμους του κουβαλοῦσε ἕνα δεμάτι ξύλα.
-Γέροντα, τόν παρακάλεσε, προσευχήσου στό Θεό νά κάνει ἔλεος καί νά στείλει βροχή σ’ ἐμᾶς καί σ’ αὐτή τή γῆ!
Παρευθύς, χωρίς καμιάν ἀντίρρηση, τό μαῦρο γεροντάκι ὕψωσε τά κοκαλιάρικα χέρια του σέ προσευχή.
Μέσα σέ λίγα λεπτά –τι θαυμαστό! - ἄρχισε ν’ ἀστράφτει καί νά βροντᾶ! Μαῦρα σύννεφα μαζεύτηκαν, ὁ οὐρανός σκοτείνιασε κι ἔπιασε ραγδαία βροχή. Μά τί βροχή ἦταν αὐτή! Κατακλυσμός! Τά σπίτια ἄρχισαν νά πλημμυρίζουν καί οἱ ἀγροί νά γίνονται θάλασσα!
Ὁ ἐπίσκοπος τώρα ἀναγκάστηκε νά ἱκετέψει τό γέροντα γιά τό σταμάτημα τῆς βροχῆς. Ἐκεῖνος, ταπεινά καί ὑπάκουα, σήκωσε πάλι τά χέρια του στόν οὐρανό. Καί στή στιγμή ἡ μπόρα ἔπαψε!
Κατάπληκτος ὁ ἐπίσκοπος μέ τό διπλό θαῦμα, παρακαλοῦσε ἐπίμονα τό ἄγνωσο ἐκεῖνο γεροντάκι, νά τοῦ φανερώσει ποιά ἦταν ἡ πολιτεία του, ποιά ἡ πνευματική ἐργασία πού τοῦ χάριζε τόση παρρησία στό Θεό.
Ὁ γέροντας ὅμως ἀρνιόταν μέ συστολή ν’ ἀπαντήσει στόν ἐπίσκοπο.
-Βλέπεις, δέσποτα, πώς εἶμαι ἕνας μαῦρος, ἕνας ἀράπης. Τί ἀρετή ζητᾶς σ’ ἐμένα; ἔλεγε μέ σκυμμένο τό κεφάλι.
-Γιά τό Θεό τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς! φώναξε ἐπιτακτικά ὁ ἐπίσκοπος. Φανέρωσέ μου ὅλη τήν ἀλήθεια γιά νά δοξαστεῖ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας!
-Συγχώρεσέ με, δέσποτα μου! Νά, τίποτα σπουδαῖο δέν ἔχω κάνει. Μόνο πού, ἀφότου βαπτίστηκα χριστιανός, χαράμι ψωμί δέν ἔφαγα οὔτε ἔγινα βάρος σέ κανένα. Πάω κάθε μέρα στό βουνό, μαζεύω ἕνα δεμάτι ξύλα, τά φορτώνομαι καί κατεβαίνω στήν πόλη. Ἐδῶ τά πουλάω, καί ἀπό τό ἀντίτιμό τους κρατάω μονάχα δυό ὀβολούς, ἴσα γιά τό φαΐ τῆς ἡμέρας. Τά ὑπόλοιπα τά μοιράζω στούς φτωχούς σάν κι ἐμένα. Ὅταν χαλάει ὁ καιρός καί δέν μπορῶ νά πάω στό βουνό, νηστεύω μέχρι νά καλοσυνέψει. Καί τότε ἀνεβαίνω πάλι στό βουνό καί κατεβάζω τό μικρό μου φορτίο, γιά νά τό πουλήσω καί νά οἰκονομηθουῦμε κι ἐγώ καί οἱ φτωχοί μου.
Χωρίς ἄλλη λέξη ὁ γέροντας χαιρέτησε μέ σεβασμό τόν ἐπίσκοπο καί τούς ἄλλους κληρικούς, ξαναφορτώθηκε τά ξύλα του καί μπῆκε στήν πόλη γιά νά τά πουλήσει.
Γιά νά μέ βεβαιώσει ὅμως ἀπόλυτα ὁ θεῖος Νύφων, ὅτι ὁ πανάγαθος Θεός ἔχει καλέσει καί πλήθη μαύρων στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μοῦ διηγήθηκε ἄλλη μιά σχετική περίπτωση, πού τήν ἔζησε ὁ ἴδιος.
Ἦταν ἀκόμα βασιλιάς ὁ φιλόχριστος Κωνσταντίνος, ὅταν ἐπίσκέθηκε ἕν’ ἀπό τά βορεινά παραθαλάσσια κοινόβια. Βρέθηκε ἀνάμεσα σέ μιά συντροφιά ἀδελφῶν, πού συζητοῦσαν γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς. Κάποια στιγμή ἔγινε λόγος καί γιά τούς μαύρους. Ὅλοι παραδέχτηκαν, ὅτι κι ἀπ’ αὐτούς πολλοί ἔχουν εὐαρεστήσει τό Θεό. Ἕνας ἀδελφός μάλιστα, πού λεγόταν Χαρισήθης, εἶπε:
-Σᾶς βεβαιώνων, ἀδελφοί, ὅτι ἐγώ ὁ ἴδιος γνώρισα κάποιον μαῦρο, πού ἦταν μεγάλος ἀσκητής.
Κι ἐπειδή ὅλοι ζητοῦσαν νά μάθουν περισσότερα μέ τόν μαῦρο ἐκεῖνο, ὁ Χαρισήθης συνέχισε:
-Δούλευα ἕνα διάστημα στ’ ἀμπέλι τοῦ κοινοβίου μας, αὐτό ἦταν τό διακόνημά μου. Μιά μέρα βλέπω κάποιον μαῦρο καθισμένο κάτω ἀπό ἕνα μεγάλο κλῆμα. Δέν τόν ἤξερα, πρώτη φορά τόν ἔβλεπα. Μπροστά του εἶχε ἕνα φλασκί μέ νερό γιά νά πίνει, καί λίγα ἄγρια χόρτα γιά νά τρώει. Μοῦ ἔκανε πολλή ἐντύπωση. Δέν τόν ἐνόχλησα οὔτε τόν ἔδιωξα. Ἔμεινα ἐκεῖ, στό ἴδιο μέρος, ἕναν ὁλόκληρο μῆνα. Ὅλη τή μέρα κρατοῦσε τό στόμα του κλειστό, σέ ἀπόλυτη σιωπή, καί ὅλη τή νύχτα ἔψαλλε καί προσευχόταν. Τό νερό τοῦ φλασκιοῦ δέν τό ἄλλαξε σ’ ὅλο αὐτό τό διάστημα οὔτε πρόσθεσε φρέσκο. Ἔτσι γλίτσιασε καί βρωμοῦσε. Παρ’ ὅλα μου τά παρακάλια, δέν δέχτηκε νά τοῦ ἀλλάξω ἐγώ τό νερό ἤ νά τοῦ φέρω λίγο ψωμί. Τίς μέρες πού ἔκανε ἀφόρητη ζέστη, πήγαινε στή ἀκτή, καθόταν πάνω σ’ ἕνα βράχο καί ψηνόταν ὁλημερίς μέσα στό λιοπύρι. Κι ἄν τόν πλησίαζε κανείς γιά νά δεῖ τί κάνει, παρίστανε τόν τρελό. ‟Ναί, ναί’’, ἔλεγε, ‟ἦρθες νά μέ σκοτώσεις! Μά ὁ Θεός ἀπό πάνω σέ βλέπει!’’, κι ἔδειχνε τόν οὐρανό.
Μ’ αὐτά τά παραδείγματα, πού μοῦ διηγήθηκε ὁ ἐξαίσιος Νήφων, βεβαιώθηκα πραγματικά ὅτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ἀνοιχτή καί γιά τούς μαύρους, ἀφοῦ κι αὐτοί εἶναι παιδιά τοῦ Κυρίου.
-Ὅπως τό ἀμπέλι κάνει καί μαῦρα καί ἄσπρα σταφύλια, εἶπε ὁ ὅσιος τελειώνοντας, ἔτσι κι ὁ Θεός δημιούργησε ἀνθρώπους καί μαύρους καί ἐρυθρόδερμους καί κίτρινους καί λευκούς, ἀνάλογα μέ τόν τόπο, ὅπου ζοῦνε. Γιατί καί ἡ γῆ εἶναι πολύμορφη.
Αὐτά μοῦ εἶπε ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ καί ἀποσύρθηκε γιά νά προσευχηθεῖ.
53.Ψαλμ. 76:14-15.
54.Ἡσ. 6:1.
55.Ἡσ. 6:5.
56. Πρβλ. Ψαλμ. 67:36.
57.Ἰακ. 1:13-14.
* Ἀρχαιοελληνικό καί βυζαντινό νόμισμα πολύ μικρῆς ἀξίας.
58.Ψαλμ. 51:9.
59.Βλ. Γεν. 10:6-31.
** Σημαντική πόλη τῆς Κάτω Αἰγύπτου, ὄχι μακριά ἀπό τή θάλασσα. Στή θέση της βρίσκεται σήμερα ἡ πόλη Μεντζάλα (Menzalech)
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.113-120)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
http://makkavaios.blogspot.gr/2015/02/blog-post_9.html