Πάμε, τώρα, στις 21 Δεκεμβρίου έχουμε μια γενναία Αγία μιά παιδίσκη, θα λέγαμε ετών δεκαέξι. Ιουλιανή. Ιουλιανή, αυτό θα πει. Παιδίσκη εφηβική. Απ το ίουλος έξ ου και Ιούλης και Ιουλιανός και Ιουλιανή.
Πάμε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας εκεί κοντά στην Κωνσταντινούπολη, που έγινε αργότερα. Ήταν η πρωτεύουσα του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους.
Στα χρόνια του Μαξιμιανού τέλος 3ου αιώνος και αρχές 4ου. 286-304 εκείνη έγινε από μικρή χριστιανή και παρότι οι γονείς της ήταν ειδωλολάτραι, ακολούθησε τον δρόμο του Ναζωραίου την αρρεβώνησαν μ’ έναν συγκλητικό.
Τον Ευλύσιο. Ανώτατο κρατικό αξίωμα είχε και εκείνος επείγετο να κάμει τους γάμους. Αλλά η Ιουλιανή δεν ήθελε τέτοια και του λέει:«Συγκλητικό, τι να σε κάνω; Θέλω να γίνεις έπαρχος. Διοικητής της Νικομήδειας.» που ταν πρωτεύουσα μεγάλο αξίωμα.
Κι εκείνος ο καημένος, επειδή ήθελε να την παντρευτεί και την αγαπούσε, φρόντισε να γίνει έπαρχος εκείνη, όμως, που πίστευε πως δεν θα το κατόρθωνε, του λέει: «Τώρα θέλω να γίνεις και χριστιανός για να σε πάρω.» Αυτός δεν ήθελε. Δικαίωμα του.
Υπάρχει και η ελευθερία το «όστις θέλει», του Χριστού μας και τι να κάνει ο καημένος; Στενοχωρήθηκε. «μου πες το να, το κανα μου λες και τ άλλο, που δεν θέλω, ε, τι να κάνω, ρε κορίτσι μου;» Κι ήταν και δεκάξι χρονώνε με πανώρια ψυχή και θωριά.
Πάει στον πατέρα της, που ταν ειδωλολάτρης, του λέει: «Το κορίτσι μου πε να κάνω το να, το κανα. Το άλλο δεν μπορώ να το κάνω, αδελφέ. Δεν μου ρχεται. Δεν μου βγαίνει.» ωραία να η ελευθερία!«Αλλά εγώ το θέλω το κορίτσι.»
Πάει κι ο πατέρας της, της λέει το να, της λέει τ άλλο, εκείνη αμετάπειστη. «Δεν γίνεται», λέει και λέει μετά στον μέλλοντα γαμπρό του και έπαρχο, του λέγει: «Πάρτηνε και κάντηνε ο,τι θέλεις.» την πήρε εκείνος, την παρεκάλεσε, τονα, τ άλλο, «Όχι», εκείνη. «Εγώ δεν αλλάζω. Θέλω ν αλλάξεις εσύ, γιατί έτσι συμφέρει.»
Εκείνος λέει: «Κι εγώ δεν αλλάζω.» Ομορφιά η ελευθερία. Άσχετα τι αποτελεσματα έχει. Λοιπόν και τότε διατάσσει δεκαέξι στρατιώτες, της έβγαλαν τον χιτώνα, και άρχισαν τους ραβδισμούς και τους ξυλοδαρμούς, θα λεγε κι ο φίλος μου ο Δαυίδ. Λοιπόν.
Τίποτα εκείνη εφηβική και γενναία και ύστερα την κρέμασαν από ένα δεντρο, απ’ τα μαλλιά, παρακαλώ και την άφησαν να κρέμεται, μέχρι που ξεκόλλησαν τα μαλλιά και το δέρμα και στη συνέχεια την έκαψαν.
Πέρασαν σιδερένια ρόπαλα, που χαν πυρακτωθεί, τρύπησαν τους μηρούς της, την εδεσαν πισώπλατα, την βασάνισαν και την πέταξαν στη φυλακή της Νικομήδειας.
Η Ιουλιανή ήταν τότε δεκάξι, πέρασαν και δύο χρόνια, δεκαοκτώ χρονών. Κι εκεί την επισκεφθηκε ο δαίμων. Χμ και της λέει: «Εάν πιστέψεις σε μένα κι ακολουθήσεις τα είδωλα, θα σε λύσω και θα πάς στο σπίτι σου.»
Κείνη κατάλαβε τον πειρασμό και λέει: «Όχι ο,τι και να κάνεις, ο,τι και να πεις, Εγώ δεν ακούω δεν ακούω.» Ήλθαν την άλλη μέρα, αφού ενίκησε τον πειρασμό εκείνη και τη θεράπευσε ο Χριστός, και την πήραν πάλι μπροστά στον έπαρχο. Τον μνηστήρα της.
Τον Ευλύσιο και επέμεινε πάλι εκείνος. Τίποτα η Ιουλιανή. Η Θεομακάριστος Ιουλιανή. Κι άναψαν καμίνι και την έριξαν μέσα και έσβησε το καμίνι και βγήκε η παιδούλα με λαμπερό πρόσωπο και φώναζαν, τότε, οι ειδωλολάτραι: «Ενίκησε ο Ναζωραίος μόνο ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός.» και 500 άντρες επίστευσαν εκείνη την ώρα, καθώς και 130 γυναίκες.
Όλοι ειδωλολάτραι. Άντρες και γυναίκες και τότε ο φοβερός Ευλύσιος διέταξε και τους απεκεφάλισαν και ύστερα, πάλι, ανάβει ένα καζάνι. Βάνει ένα καζάνι στη φωτιά γεμάτο μολύβι και πίσσα και ρίχνει κει μέσα την Ιουλιανή. «Τώρα, που θα πας; δεν θα γλιτώσεις.» και τι γίνεται;
Όπως την έριξε μέσα, δεν εκάη. Αλλά και το καζάνι άνοιξε, σχίστηκε από μια αόρατη δύναμη, από να μηχάνημα θεϊκό, όπως λέει το Συναξάριο, και το περιεχόμενο του χύθηκε στα πέριξ κι έκαψε πολλούς ειδωλολάτρες και τότε ο Ευλύσιος απελπίστηκε και σου λέει:
«Μιά παιδούλα δεκαοκτώ χρονών με κάνει όπως θέλει εμένα, τον έπαρχο; Έμενα, τον σπουδαίο;» και διατάσσει και απέκοψαν την τιμία κεφαλή της και η παιδούλα η όμορφη, η Ιουλιανή η νεαρότατη, η εφηβική, πέταξε για τον αιώνιο έφηβο, για τον Χριστό και την βασιλεία του.
Ήταν μόνο δεκαοκτώ ετών.
Άγιος Θεμιστοκλής
Την ίδια μέρα, 21, πάντα, Δεκεμβρίου, γιορτάζει ο Άγιος μάρτυς Θεμιστοκλής έχουμε και Άγιο Θεμιστοκλή! Τον ίδιον αιώνα, αλλά στα Μύρα της Λυκίας, 3ον αιώνα. Στα χρόνια, όμως, του Δεκίου, λίγο νωρίτερα. 249-251.
Ήταν τσοπάνης στα βουνά της Λυκίας, εκεί στη Μικρασία, την ένδοξη και,
—Γαβριήλ , εσύ είσαι; Έχε την ευχή μου, παιδί μου, κι εγώ τη δική σου.— Λοιπόν. — Καλά πήγατε προχθές, και μπράβο! Χίλια μπράβο! να δούμε σημέρα πως θα πάμε, Έχουμε πάλι παρουσίαση στον Θεοφάνη, το απόγευμα, 7.30 η ώρα, στον Αρμό, όποιος θέλει, ας έλθει. Κι όποιος δεν έλθει, καλύτερα. Δεν χωράει, κιόλας.
—Λοιπόν. Ήταν τσοπάνης στην Κιλικία και εκίνησε διωγμό ο έπαρχος των Μύρων της Λυκίας ασκληπιός,
Κι ήταν εκεί στην πόλη των Μύρων ένας χριστιανός πολύ σπουδαίος. Διοσκορίδης. Λέμε και τον γιατρό Διοσκορίδη. Λοιπόν ο οποίος φοβήθηκε λιγάκι, ο καημένος δεν είν εύκολα τα βασανιστήρια και τα Μαρτύρια.
Κι εκείνοι άνθρωποι ήταν, «σάρκα φορούντες και τον κόσμον οικούντες.» και σηκώθηκε και πάει στα βουνά σου λέει: «Άμα με διώχνουν από τη μια πόλη, να πάω στην άλλη.» Κι αφού δεν είχε άλλη πόλη κοντά, πήγε στο βουνό και κρύφτηκε.
Έστειλε εξοπίσω ο Ασκληπιός στρατιώτες, να τον συλλάβουν δεν τον εύρισκαν, αλλά αντάμωσαν στο βουνό τον Θεμιστοκλέα, τον Θεμιστοκλή, που ταν τσοπάνης. Αυτός τον είχε δει.
Του λένε: «Μήπως πέρασε από δώ κανένας, έτσι τρεχαλητός και ξαναμμένος;»
«Μπά!», λέει, «δεν πέρασε. Τι τον θέλατε;»
«Ναι είναι χριστιανός», λέει, «και θέλουμε να τον υποβάλουμε σε Μαρτύρια και να τον κάνουμε ειδωλολάτρη. Κι αν δεν επιστρεψει στην ειδωλολατρεία, να τον φονεύσομε.» του ρθε μια φλασιά, μια θεία φώτιση, δηλαδή, και λέει: «Κι εγώ χριστιανός είμαι. Πάρτε εμενα. Τυχερός ήμουνα.» και αυτοπαραδόθηκε, λέει το Συναξάριο.
Αυτοπαραδόθηκε. Τον πήγαν στα Μύρα και ο Ασκληπιός προσπάθησε να τον αλλάξει «εγώ ν αλλάξω;» λέει.
«Μόνος μου ήλθα και παραδόθηκα. Κουτός είμαι ν αλλάξω, τώρα; Μου δωσε μια ευκαιρία ο Θεός να πάω στον Παράδεισο», —τι λέει το τραγουδάκι; «Τι ζητάω, τι ζητάω; Μιά θέση στον Παράδεισο να πάω.»
Έτσι δεν το λέει ακριβώς έτσι, αλλά εσείς το ξέρετε καλύτερα. Λοιπόν έτσι λέμε. Άμα δεν ξέρουμε κάτι, λέμε, «ξέρετε τι θέλω να πω».Λοιπόν και άρχισαν, λοιπόν, ξυλοδαρμό. Τον έριξαν κάτω και τον κτυπούσαν τόσο, στην κοιλιά, που διελύθη.
Τον κρέμασαν μετά, άλλα βάσανα με νύχια σιδερένια γιατί σας τα λέω; να καταλάβουμε τι τράβαγαν κι αυτοί. Νομίζετε δεν πονάγανε; Πονάγανε. Η Θεία χάρη τους ενίσχυε, αλλά ο πόνος ήταν μεγάλος γιατί λένε μερικοί, δεν πονούσαν, δεν αισθανόντουσαν τίποτε.
Δεν ήτανε βουδδισταί ούτε αυτό! Άνθρωποι ήταν. Χριστιανοί ήτανε είχανε πόνο μεγάλο, κάναν υπομονή, προσευχόντουσαν στον Χριστό, και τους έδινε Εκείνος δύναμη και άντεχαν.
Ήταν οι πόνοι ανήπυστοι. Ανυπόφοροι το γράφουν τα συναξάρια, οι Ύμνοι της Εκκλησίας και ύστερα τον έσυραν επάνω σε σιδερενια τριβόλια. Αγκάθια. πως έχουμε τα Συρματοπλέγματα.
Τον έσυραν επάνω κι εκεί ο Άγιος Θεμιστοκλής, το κλέος της Θέμιδος, ωραία τα αρχαιοελληνικά ονόματα, όλα συμβόλιζαν, εξέφραζαν μόνο το καλό την κλασική αρχαιότητα λέμε μετά άλλαξαν τα πράγματα λίγο και παρεδωκε την ψυχούλα του ο Άγιος Θεμιστοκλής στον φιλάνθρωπο Χριστό μας, με τρόπο Μαρτυρικό.
Και αφήνοντας τα πρόβατα στο βουνό, πήγε στον Παράδεισο, κοντά στον καλό Ποιμένα μας. Τον Χριστό.
Από το συναξάρι του Παππούλη Ανανία
Πηγή: AHDONI
https://simeiakairwn.wordpress.com