ΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΜΙΑ ΠΑΡΕΑ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΦΙΛΩΝ ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΠΡΟΣΚΥΝΗΤΩΝ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ, ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΜΕ ΠΡΟΒΟΛΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ, ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ.
Δευτέρα 31 Μαΐου 2021
Γι' αὐτόν τόν χρόνο, μᾶς χρωστάει ὁ Οὐρανός!...Τόν χρόνο πού ξοδέψαμε γιά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ
Σάββατο 29 Μαΐου 2021
Διήγηση γέροντος Παρθενίου Αγιοπαυλίτου για τους αόρατους ασκητές
Διήγηση γέροντος Παρθενίου Αγιοπαυλίτου για τους αόρατους ασκητές
~ Μία φορά που πήγαμε πάνω στο βουνό με τον μακαριστό παπα- Ανδρέα, ευρήκαμε δυο καλύβες, με ξυλαράκια, με μία εικόνα και ένα καντηλάκι, και μία γωνιούλα, αλλά δεν βρήκαμε κανέναν.
Ψάξαμε από δω, από κει, αλλά δεν τον βρήκαμε, ενώ ήταν εκεί ο άνθρωπος, γιατί και το καντηλάκι και ένα φαναράκι με λαδάκι ήταν αναμμένο και ένα βιβλίο που διάβαζε εκεί πέρα, αλλά δεν τον βρήκαμε.
Άλλη φορά ξαναπήγαμε και βρήκαμε άλλη καλυβούλα εκεί πάνω. Εκεί που τελειώνουν τα απότομα βράχια και αρχίζουν τα δένδρα, βρήκαμε το Καλυβάκι και ένα ντορβαδάκι με λίγο παξιμάδι κρεμασμένο, εκεί όλα τα πραγματάκιά του, αλλά αυτόν δεν τον βρήκαμε εκεί.
Πού εξαφανίστηκε; Και δεν μας άκουσε, όταν πήγαμε. Εξαφανίστηκε. Ψάξαμε εδώ, ψάξαμε εκεί, δεν τον βρήκαμε, και μπορεί να ήταν εκεί μπροστά μας και να μην τον βλέπαμε. Το Καλυβάκι όμως το βρήκαμε.
Και άλλη φορά πήγαμε και βρήκαμε άλλο Καλυβάκι σε άλλη μεριά, αλλά δεν βρήκαμε κανέναν. Αυτοί τίθενται σε αορασία να πούμε. Τώρα πώς; Είναι θεϊκά μυστήρια.
Πηγή «Από την ασκητική και ησυχαστική αγιορειτική παράδοση»
https://simeiakairwn.wordpress.com
Παρασκευή 28 Μαΐου 2021
Εὐρώπη: Ἡ νέα Χώρα τῶν Γαδαρηνῶν!
Εὐρώπη: Ἡ νέα Χώρα τῶν Γαδαρηνῶν!
Η ΕΥΡΩΠΗ ρέγχει τὸ ἐπιθανάτιο ρόγχο της, πεθαίνοντας πνευματικά, ἠθικά, δημογραφικά. Ὁ ἀργὸς αὐτὸς θάνατός της εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστασίας της ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἑδραίωση μιᾶς νέας εἰδωλολατρίας, μὲ «θεό» της τὸν ἄνθρωπο. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι Θεὸς καὶ μάλιστα ὁ ἄνθρωπος χωρὶς Θεὸ εἶναι τυμπανιαῖο πτῶμα, ὁδηγεῖται ἡ Εὐρώπη σὲ βέβαιο θάνατο! Παραθέτουμε ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα τοῦ μεγάλου Σέρβου ὁμολογητῆ, τοῦ ἁγίου Νικολάου Ἀχρίδος, γιὰ τὰ
αἴτια τῆς νεκρώσεως τῆς Εὐρώπης: «Οἱ αἱρετικοὶ λαοὶ τῆς ἐποχῆς μας ἔδωσαν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ Κύριον τὴν τελευταίαν θέσιν εἰς τὴν τράπεζαν τοῦ κόσμου τούτου, ὡς εἰς ἔσχατον ἐπαίτην, ἐνῷ εἰς τὰς πρώτας θέσεις ἐτοποθέτησαν τοὺς μεγάλους των ἄνδρας, τοὺς πολιτικούς, τοὺς λογοτέχνας, τοὺς μυθοποιούς, τοὺς ἐπιστήμονας, τοὺς κεφαλαιούχους, ἀκόμη καὶ τοὺς τουρίστας καὶ τοὺς ποδοσφαιριστάς… Ὁ Χριστὸς ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὴν Εὐρώπην, ὅπως κάποτε ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ὅταν οἱ Γαδαρηνοὶ τὸ ἐζήτησαν. Μόλις ὅμως Αὐτὸς ἔφυγεν, ἦλθεν ὁ πόλεμος, ἡ ὀργή, ὁ τρόμος καὶ ἡ φρίκη, ἡ κατάρρευσις καὶ ἡ καταστροφή. Ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Εὐρώπην ὁ προχριστιανικὸς βαρβαρισμός… μόνον ποὺ αὐτὸς ἦταν ἑκατὸ φορὲς φρικωδέστερος»! Δυστυχῶς ἡ εὐρωπαϊκὴ ἤπειρος εἶναι ἡ νέα χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, ἡ ὁποία ἀποδιώχνει τὸ Χριστὸ καὶ ὡς ἐκ τούτου, τὸ φρικῶδες μέλλον της εἶναι προδιαγραμμένο!
πηγή: orthodoxostypos.gr
http://makkavaios.blogspot.com
Πέμπτη 27 Μαΐου 2021
Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος (Μνήμη 27 Μαΐου)
Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος (Μνήμη 27 Μαΐου)
Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε σε ένα χωριό της λεγομένης Μικράς Ρωσίας, περί το 1690 μ.Χ., από γονείς ευλαβείς και ενάρετους. Όταν έφθασε σε νόμιμη ηλικία στρατεύθηκε, ενώ βασίλευε στη Ρωσία ο Μέγας Πέτρος. Έλαβε μέρος στον πόλεμο που έκανε εκείνος ο τολμηρός τσάρος εναντίον των Τούρκων κατά το 1711 μ.Χ., και συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Τατάρους. Οι Τάταροι τον πούλησαν σε έναν Οθωμανό αξιωματικό Ίππαρχο, που καταγόταν από το Προκόπιον της Μικράς Ασίας, το οποίο βρίσκεται πλησίον στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο αγάς τον πήρε μαζί του στο χωριό του. Πολλοί από τους αιχμαλώτους συμπατριώτες του αρνήθηκαν την πίστη του Χριστού και έγιναν Μουσουλμάνοι, είτε γιατί κάμφθηκαν από τις απειλές, είτε γιατί δελεάστηκαν από τις υποσχέσεις και τις προσφορές
υλικών αγαθών.Ο Ιωάννης, όμως, ήταν από μικρός αναθρεμμένος με παιδεία και νουθεσία Κυρίου και αγαπούσε πολύ τον Θεό και την πίστη των πατέρων του. Ήταν από εκείνους τους νέους, όπου τους σοφίζει η γνώση του Θεού, όπως κήρυξε ο σοφός Σολομών, λέγοντας: «Ο δίκαιος είναι γνωστικός και στη νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας δεν είναι το πολυχρόνιο, ούτε μετριέται με τον αριθμό των ετών. Η φρονιμάδα πιο νέους ανθρώπους είναι σεβάσμια ωσάν να είναι φέροντες και ο καθαρός βίος τους κάνει ωσάν να είναι γέροντες πολύμαθοι».
Έτσι, λοιπόν, και ο μακάριος Ιωάννης, έχοντας την σοφία που δίδει ο Θεός σε εκείνους που τον αγαπούν, έκανε υπομονή στη δουλεία και στην κακομεταχείρηση του αφέντη του και στις ύβρεις και τα πειράγματα των Οθωμανών, οι οποίοι τον φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδή άπιστο, φανερώνοντάς του την περιφρόνηση και την απέχθειά τους. Στον αφέντη του και σε όσους τον παρακινούσαν να αρνηθεί την πίστη του, αποκρινόταν με σθεναρή γνώμη ότι προτιμούσε να πεθάνει, παρά να πέσει σε τέτοια φοβερή αμαρτία. Στον αγά είπε: «Εάν με αφήσεις ελεύθερο στην πίστη μου, θα είμαι πολύ πρόθυμος στις διαταγές σου. Αν με βιάσεις να αλλαξοπιστήσω, γνώριζε ότι σού παραδίδω την κεφαλή μου, παρά την πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα αποθάνω».
Ο Θεός, βλέποντας την πίστη του και ακούγοντας την ομολογία του, μαλάκωσε την σκληρή καρδιά του αγά και με τον καιρό τον συμπάθησε. σε αυτό συνήργησε και η μεγάλη ταπείνωση όπου στόλιζε τον Ιωάννη, καθώς και η πραότητά του.
Έμεινε, λοιπόν, ήσυχος ο μακάριος Ιωάννης από τις υποσχέσεις και απειλές του Οθωμανού κυρίου του, ο οποίος τον είχε διορισμένο στον σταύλο του, για να φροντίζει τα ζώα του. Σε μία γωνιά του σταύλου ξάπλωνε το κουρασμένο σώμα του και αναπαυόταν, ευχαριστώντας τον Θεό, διότι αξιώθηκε να έχει ως κλίνη τη φάτνη στην οποία ανεκλίθη κατά την γέννησή Του ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Ήταν δε αφοσιωμένος στο έργο του, περιποιούμενος με στοργή τα ζώα του κυρίου του, τα οποία αισθάνονταν τόση την προς αυτά αγάπη του Αγίου, ώστε να τον ζητούν όταν απουσίαζε, να τον προσβλέπουν με αγάπη και να χρεμετίζουν με χαρά όταν τα χάιδευε, ωσάν να συνομιλούσαν μαζί του.
Με τον καιρό ο αγάς τον αγάπησε, καθώς και η σύζυγός του, και του έδωσαν για κατοικία ένα μικρό κελλί κοντά στον αχυρώνα. Όμως ο Ιωάννης δεν δέχθηκε και εξακολούθησε να κοιμάται στον σταύλο, για να καταπονεί το σώμα του με την κακοπέραση και με την άσκηση, μέσα στη δυσοσμία των ζώων και στα ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ο σταύλος γέμιζε από τις προσευχές του Αγίου και η κακοσμία γινόταν οσμή ευωδίας πνευματικής. Ο μακάριος Ιωάννης είχε εκείνο τον σταύλο ως ασκητήριο, και εκεί πορευόταν κατά τους κανόνες των Πατέρων, επί ώρες γονυπετής και προσευχόμενος, κοιμώμενος για λίγο επάνω στα άχυρα, χωρίς άλλο σκέπασμα παρά μία παλαιά κάπα, γευόμενος με διάκριση, πολλές φορές μόνο λίγο ψωμί και νερό, και νηστεύοντας τις περισσότερες ημέρες.
Συνέχεια έψαλλε τους λόγους του ιερού ψαλμωδού: «Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται. Ἐρεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ καὶ καταφυγή μου, ὁ Θεός μου καὶ ἐλπιῶ ἐπ’ Αὐτόν. Ὅτι Αὐτὸς ρύσεταί με ἐκ παγίδος θηρευτοῦ καὶ ἀπὸ λόγου ταραχώδους. Ἔθεντο με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου. Ἐγὼ δὲ πρὸς τὸν Κύριον ἐκέκραξα ἐν τῷ θλίβεσθαί με καὶ εἰσήκουσέ μου. Κύριος φυλάξει τὴν εἴσοδόν μου καὶ τὴν ἔξοδόν μου ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου Κύριε, τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτιρῆσαι ἡμᾶς». Ψαλμούς σιγόψαλλε και κατά την ώρα που ακολουθούσε πίσω από το άλογο του αφέντη του.
Με την ευλογία που έφερε ο Άγιος στον οίκο του Τούρκου Ιππάρχου, αυτός πλούτισε και έγινε ένας από τους ισχυρούς του Προκοπίου.
Ο Άγιος ιπποκόμος του, εκτός της προσευχής και της νηστείας, που έκανε ως άλλος Ιώβ, πήγαινε τη νύχτα και έκανε όρθιος αγρυπνίες στο νάρθηκα της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, η οποία ήταν κτισμένη μέσα σε ένα βράχο και βρισκόταν κοντά στον οίκο του Τούρκου κυρίου του. Εκεί πήγαινε κρυφά τη νύχτα, κοινωνούσε δε κάθε Σάββατο τα Άχραντα Μυστήρια. και ο Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», επέβλεψε επί τον δούλο του τον πιστό και έκανε, ώστε να πάψουν να τον περιπαίζουν και να τον υβρίζουν οι σύνδουλοί του και οι άλλοι αλλόθρησκοι.
Αφού, λοιπόν, ο αφέντης του Ιωάννη πλούτισε, αποφάσισε να υπάγει για προσκύνημα στη Μέκκα, τη ιερά πόλη των Μωαμεθανών.
Αφού πέρασαν αρκετές ημέρες από την αναχώρησή του, η σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα και προσκάλεσε τους συγγενείς και τους φίλους του ανδρός της, για να ευφρανθούν και να ευχηθούν να επιστρέψει υγιής στον οίκο του από την αποδημία. Ο μακάριος Ιωάννης διακονούσε στην τράπεζα. Παρέθεσαν δε σε αυτή και ένα φαγητό, το οποίο άρεσε πολύ στον αγά, το λεγόμενο πιλάφι, το οποίο συνηθίζουν πολύ στην Ανατολή. Τότε η οικοδέσποινα θυμήθηκε τον σύζυγό της και είπε στον Ιωάννη: «Πόση ευχαρίστηση θα ελάμβανε, Γιουβάν, ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από τούτο το πιλάφι!». Ο Ιωάννης τότε ζήτησε από την κυρία του ένα πιάτο γεμάτο πιλάφι και είπε ότι θα το έστελνε στον αφέντη του στη Μέκκα. Στο άκουσμα των λόγων του γέλασαν οι προσκεκλημένοι. Αλλά η οικοδέσποινα είπε στην μαγείρισσα να δώσει το πινάκιο με το φαγητό στον Ιωάννη, σκεπτόμενη ή ότι ήθελε να το φάει ο ίδιος μόνος του ή να το πάει σε καμιά φτωχή χριστιανική οικογένεια, όπως συνήθιζε να κάνει, δίδοντας το φαγητό του.
Ο Άγιος το πήρε και πήγε στον σταύλο. Εκεί γονυπέτησε και έκανε προσευχή εκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τον Θεό να αποστείλει το φαγητό στον αφέντη του με όποιον τρόπο οικονομούσε Εκείνος με την παντοδυναμία Του. Με την απλότητα που είχε στην καρδιά του ο Ιωάννης πίστεψε ότι ο Κύριος θα εισακούσει την προσευχή του και το φαγητό θα πήγαινε θαυματουργικά στη Μέκκα. Πίστευε, «μηδὲν διακρινόμενος» κατά τον λόγο του Κυρίου, χωρίς να έχει κανένα δισταγμό ότι αυτό που ζήτησε θα γινόταν. Και, όπως λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, «τὰ ὑπερφυῆ ταῦτα σημεῖα συμβαίνουσι τοῖς ἁπλουστέροις τῇ διανοίᾳ καὶ θερμοτέροις τῇ ἐλπίδι», ότι, δηλαδή, αυτά τα υπερφυσικά θαύματα συμβαίνουν σε εκείνους που έχουν απλούστερη διάνοια και είναι θερμότεροι στην ελπίδα την οποία έχουν προς τον Θεό. Πράγματι! το πιάτο με το φαγητό χάθηκε από τα μάτια του Οσίου. Ο μακάριος Ιωάννης επέστρεψε στην τράπεζα και είπε στην οικοδέσποινα ότι έστειλε το φαγητό στη Μέκκα. Ακούγοντας οι προσκεκλημένοι τον λόγο αυτό γέλασαν και είπαν ότι το έφαγε ο Ιωάννης.
Αλλά ύστερα από λίγες ημέρες γύρισε από την Μέκκα ο κύριός του και έφερε μαζί του το χάλκινο πιάτο, προς μεγάλη έκπληξη των οικίων του. Μόνο ο μακάριος Ιωάννης δεν εξεπλάγη. Έλεγε, λοιπόν, ο αγάς πιο οικίους του: «Την δείνα ημέρα (και ήταν η ημέρα του συμποσίου, κατά την οποία είπε ο Ιωάννης ότι έστειλε το φαγητό στον αφέντη του), την ώρα κατά την οποία επέστρεψα από το μεγάλο τζαμί στον τόπο όπου κατοικούσα, βρήκα επάνω στο τραπέζι, σε έναν οντά (δωμάτιο) όπου τον είχα κλειδωμένο, τούτο το σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι. Στάθηκα με απορία, σκεπτόμενος, ποίος άραγε είχε φέρει εκείνο το φαγητό και προ πάντων δεν μπορούσα να εννοήσω με τί τρόπο είχε ανοίξει την πόρτα, την οποία είχα κλείσει καλά. Μη γνωρίζοντας πως να εξηγήσω αυτό το παράδοξο πράγμα, περιεργαζόμουν το πιάτο μέσα στο οποίο άχνιζε το πιλάφι και είδα με απορία ότι ήταν χαραγμένο το όνομά μου επάνω στο χάλκωμα, όπως σε όλα τα χάλκινα σκεύη της οικίας μας. Ωστόσο, με όλη την ταραχή όπου είχα από εκείνο το ανεξήγητο περιστατικό, κάθισα και έφαγα το πιλάφι με μεγάλη όρεξη, και ιδού το πιάτο που το έφερα μαζί μου, και είναι αληθινά το δικό μας».
Ακούγοντας αυτή τη διήγηση οι οικείοι του Ιππάρχου εξέστησαν και απόρησαν, η δε σύζυγός του, του εξιστόρησε πως ζήτησε ο Ιωάννης το πιάτο με το φαγητό και είπε ότι το έστειλε στη Μέκκα, και ότι, ακούγοντάς τον να λέγει ότι το έστειλε, γέλασαν.
Αυτό το θαύμα μαθεύτηκε σε όλο το χωριό και στη γύρω περιοχή και όλοι θεωρούσαν πλέον τον Ιωάννη ως άνθρωπο δίκαιο και αγαπητό στον Θεό, τον έβλεπαν δε με φόβο και σεβασμό, και δεν τολμούσε κανείς να τον ενοχλήσει. Ο κύριός του και η σύζυγός του τον περιποιούνταν περισσότερο και τον παρακαλούσαν πάλι να φύγει από τον σταύλο και να κατοικήσει σε ένα οίκημα, το οποίο ήταν κοντά στον σταύλο, όμως εκείνος δεν ήθελε να αλλάξει κατοικία. Περνούσε, λοιπόν, τον βίο του με τον ίδιο τρόπο, ως ασκητής, εργαζόμενος όπως πριν στην περιποίηση των ζώων και κάνοντας με προθυμία τα θελήματα του αγά.
Αλλά ύστερα από λίγα χρόνια, κατά τα οποία έζησε ο μακάριος Ιωάννης με νηστεία, προσευχή και χαμευνία, πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής του, ασθένησε και ήταν ξαπλωμένος πάνω στα άχυρα του σταύλου, τον οποίο είχε αγιάσει με τις δεήσεις του και με την κακοπάθεια του σώματός του για το όνομα και την αγάπη του Χριστού.
Προαισθανόμενος ο Όσιος το τέλος του, ζήτησε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων και γι' αυτό έστειλε και κάλεσε έναν ιερέα. Αλλά ο ιερεύς φοβήθηκε να μεταφέρει φανερά τα Άγια Μυστήρια στο σταύλο, εξαιτίας του φανατισμού των Τούρκων. Όμως σοφίστηκε, κατά Θεία φώτιση, και πήρε ένα μήλο, το έσκαψε, έβαλε μέσα την Θεία Κοινωνία και έτσι μετέβη στο σταύλο και κοινώνησε τον μακάριο Ιωάννη. Ο Ιωάννης, μόλις έλαβε το Άχραντο Σώμα και το Τίμιο Αίμα του Κυρίου, παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού, τον Οποίο τόσο αγάπησε. Ήταν το 1730 μ.Χ.
Το 1733 μ.Χ., το ακέραιο και ευωδιάζον ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου μεταφέρθηκε, μετά την εκταφή του, αρχικά στη λατομημένη σε βράχο εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, αργότερα στο νεόδμητο ναό του Αγίου Βασιλείου και τέλος στο ναό που ανεγέρθηκε προς τιμήν του. Τοποθετήθηκε σε λάρνακα στο δεξιό μέρος της Εκκλησίας. Εκεί κατέφθαναν αναρίθμητοι προσκυνητές και πάσχοντες από διάφορα νοσήματα που εύρισκαν την θεραπεία τους.
Όταν, κατά το 1832 μ.Χ., επί σουλτάνου Μαχμούτ του Β', επαναστάτησε εναντίον του ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου Ιμπραχήμ πασάς, ο σουλτάνος έστειλε εναντίον του και τον Χαζνετάρ Ογλού Οσμάν πασά με 1.800 στρατιώτες. Ο Οσμάν πασάς, αφού πέρασε την Καισάρεια της Καππαδοκίας, έφθασε κοντά στο Προκόπιο, όπου σκεπτόταν να αναπαυθεί και να αναχωρήσει την άλλη ημέρα. Επειδή όμως οι περισσότεροι από τους Μουσουλμάνους του Προκοπίου, σαν γενίτσαροι που ήσαν, μισούσαν τον σουλτάνο, συμφώνησαν όλοι να μην δεχθούν τον Οσμάν πασά στο Προκόπι ούτε στα σύνορα. Οι Χριστιανοί, που ήσαν πιστοί στον σουλτάνο, προσπάθησαν να πείσουν τους συμπατριώτες τους να πειθαρχήσουν στον σουλτάνο και να δεχθούν τον στρατό που ερχόταν από εκείνον, λέγοντας μάλιστα σε αυτούς ότι μπορεί ο Οσμάν πασάς να αγανακτίσει και να καταστρέψει το χωριό. Εκείνοι όμως δεν άλλαζαν γνώμη. Τότε οι Χριστιανοί πήραν τα γυναικόπαιδα και έφυγαν στα γύρω χωριά και στις σπηλιές, για να μην πέσουν θύματα της ανόητης αντιδράσεως των γενιτσάρων.
Πράγματι, την άλλη ημέρα, όταν ο Οσμάν πασάς εισήλθε στο Προκόπι, το λεηλάτησε και το κατέστρεψε. Κάποιοι από τους στρατιώτες εισήλθαν και στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Άρπαξαν τα ιερά σκεύη και άνοιξαν τη λάρνακα του Οσίου ελπίζοντας να βρουν και εκεί χρυσαφικά και ασημικά. δεν βρήκαν όμως τίποτε. Από το κακό τους, που βγήκαν γελασμένοι και για να κοροϊδέψουν τη χριστιανική πίστη, αποφάσισαν να κάψουν το ιερό λείψανο.
Το έβαλαν στο προαύλιο, μάζεψαν πολλά φρύγανα, έβαλαν φωτιά και έριξαν με ασέβεια το ιερό σκήνωμα μέσα στις φλόγες. Το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου όχι μόνο έμεινε άφλεκτο, αλλά και φάνηκε στους άπιστους ότι ζούσε, τους φοβέριζε και τους έδιωχνε από τον περίβολο της εκκλησίας.
Την επόμενη ημέρα γέροντες Χριστιανοί βρήκαν τα ασημικά, που είχαν αφήσει από τον τρόμο τους οι Τούρκοι στρατιώτες, πήραν με ευλάβεια το ιερό λείψανο και το τοποθέτησαν πάλι μέσα στη λάρνακα.
Η δεξιά του Οσίου Ιωάννου δόθηκε από τους κατοίκους του παλαιού Προκοπίου το 1881 μ.Χ., στον αντιπρόσωπο της Μονής Παντελεήμονος Αγίου Όρους Ιερομόναχο Διονύσιο, σε αντάλλαγμα για την μεγάλη βοήθεια της Μονής στην ανέγερση του Ναού του Οσίου πάνω στον τάφο του.
Το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Εύβοια τον Οκτώβριο του 1924 μ.Χ μαζί με τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας από το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης». και ενώ το πλοίο βρισκόταν στη Ρόδο δεν προχωρούσε, αλλά περιστρεφόταν μέσα στη θάλασσα και έμενε στον ίδιο τόπο. Ο κυβερνήτης του πλοίου φοβήθηκε. Τότε ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος, που είχε πάρει μαζί του το ιερό λείψανο κρυφά, εξήγησε στον πλοίαρχο ότι μέσα στο πλοίο και μάλιστα στο αμπάρι ήταν το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου. Αμέσως ο κυβερνήτης διέταξε την μεταφορά του ιερού σκηνώματος στο διαμέρισμα του πλοίου, το οποίο χρησιμοποιούταν ως ευκτήριος οίκος, όπου το εναπέθεσαν και άναψαν το καντήλι.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε πρὸς οὐρανίους μονάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον ἀδιαλώβητον τὸ σκῆνός σου ὅσιε. Σὺ γὰρ ἐν τῇ Ἀσία ὡς αἰχμάλωτος ἤχθης, ἔνθα καὶ ὠκειώθης τῷ Χριστῷ Ἰωάννη. Αὐτὸν οὖν ἱκέτευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
πηγή: saint.gr
Πηγή: http://makkavaios.blogspot.com
Τετάρτη 26 Μαΐου 2021
Ο Θεός ανέχεται, υπομένει ,κατανοεί… εμείς ;
Ο Θεός ανέχεται, υπομένει ,κατανοεί… εμείς ;
πατήρ Ευμένιος Σαριδάκης
Πολλοί από μας ζητάμε οι κλέφτες να πάνε φυλακή, οι φονιάδες να εκτελεστούν, οι παραβάτες να τιμωρηθούν…
Όταν με το κακό χτυπάς το κακό, το κακό πολλαπλασιαζεται. Όταν βλέπεις κάποιον να τιμωρείται δίκαια κι εσύ χαίρεσαι, αυτό δείχνει σκληρό άνθρωπο… Όταν κρίνεις τους άλλους με καθαρά εξωτερικά κριτήρια δεν είσαι δίκαιος. Όταν δεν τους ανέχεσαι, δυσκολεύεις τη ζωή σου στο όνομα της Δικαιοσύνης σου και θα έχεις την ίδια αντιμετώπιση για τα δικά σου εγκλήματα.
Ο Θεός ανέχεται, περιμένει, κατανοεί, συμπονάει, σταυρώνεται για κάθε άνθρωπο. Ξέρει μόνο να αγαπά, να μιλάει στη συνείδησή μας διακριτικά, να εμποδίζει με ευγένεια. «Μακάριοι οι πράοι, οι ήρεμοι, οι ταπεινοί κι αυτοί που κλαίνε για τις δικές τους αμαρτίες, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη…» είπε ο Χριστός. Αγάπησε, συγχώρησε, δικαιολόγησε, υπόμεινε για να αγαπηθείς, να συγχωρηθείς, να γίνεις αποδεκτός, να γαληνεύσεις βαθιά από αυτή τη ζωή. Ζήσε σαν τελευταίος απ’ όλους, σαν τη γη που την πατάμε, αλλά μας βαστάει όλους.
Ένας Άγιος των ημερών μας έλεγε:
«Μην κατηγορήσεις ποτέ κανένα ιερωμένο ή αφιερωμένο στον Θεό, αλλά ούτε τους κοσμικούς, ούτε τους μεγαλύτερους αμαρτωλούς, και αν ακόμα τους βλέπεις να αμαρτάνουν. Όλους τους ανθρώπους, που κατοικούν στη γη και τους κοιμηθέντας από κτίσεως κόσμου να τους βλέπουμε αγίους και δικαίους και μόνο τον εαυτό μας να βλέπομε αμαρτωλό, τελευταίο όλου του κόσμου και άξιο κατακρίσεως και πολλών τιμωριών. Είναι καλό και θεάρεστο να πεθάνουμε για τον κόσμο και να ζήσουμε αιωνίως με το Θεό»
https://simeiakairwn.wordpress.com
Τρίτη 25 Μαΐου 2021
Το αύριο ανήκει στο Θεό!
Το αύριο ανήκει στο Θεό!
Το αύριο κατάντησε ένας εφιάλτης στη ζωή των περισσοτέρων ανθρώπων. Μας απασχολεί το αύριο, μας φοβίζει το μέλλον. Πολλοί άνθρωποι το αντιμετωπίζουν με φόβο και αγωνία.
Απασχολεί το αύριο τον πατέρα τη μάνα. Τι να γίνουν τα παιδιά τους; Θα μπορέσουν να τα ζήσουν και να τα μεγαλώσουν; Θα μπορέσουν να τα μορφώσουν και να τα αποκαταστήσουν;
Τι θα γίνει αύριο, αναρωτιέται ο νέος.
Τι θα γίνει αύριο, αναρωτιέται ο γέροντας και η γερόντισσα. Αν αρρωστήσω, αν μείνω μόνος, αν με εγκαταλείψουν τα παιδιά μου; Αυτό το αν, απασχολεί τους περισσότερους ανθρώπους. Ο κάθε άνθρωπος αισθάνεται ανασφαλή τον εαυτό του για το αύριο. Ποιος μας εξασφαλίζει το μέλλον, το αύριο;
Την απάντηση μας τη δίνει εκείνος που έκανε το σήμερα και το αύριο. Ο Κύριος είπε: «μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες, τι φάγωμεν ή τι πίωμεν ή τι περιβαλλώμεθα; Πάντα γαρ τάυτα τα έθνη επιζητεί, οίδε ο πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων».(Ματθ. 6,31)
Η ανησυχία μας για το αύριο οφείλεται στην έλλειψη εμπιστοσύνης στο Θεό. Το παράδειγμα του Κυρίου είναι πολύ πειστικό.
Αυτός που μεριμνά για τα άνθη του αγρού, αυτός που φροντίζει για τα πετεινά του ουρανού, είναι ποτέ δυνατό να αδιαφορήσει για τα παιδιά του;
Έχουμε ξεχάσει, έχουμε λησμονήσει, οι περισσότεροι άνθρωποι, ότι έχουμε πατέρα στον ουρανό. Σε απασχόλησε ποτέ εάν αύριο θα βγει ο ήλιος, εάν θα έχει οξυγόνο για να αναπνεύσεις;
Γιατί γνωρίζεις πολύ καλά, ότι αυτός που έβγαλε τον ήλιο χθες και έδωσε το οξυγόνο σήμερα, θα το κάνει και αύριο. Διότι γνωρίζει ότι το έχουμε ανάγκη.
Πού οφείλεται η ανησυχία αυτή για το αύριο;
Οφείλεται κατά μέγα μέρος στην έλλειψη εμπιστοσύνης στον Θεό.
Είδες ποτέ το παιδί σου να ανησυχεί για το αύριο; Ποτέ! Γιατί άραγε; Διότι γνωρίζει ότι έχει πατέρα που φροντίζει για αυτό.
Γιατί εμείς λησμονούμε ότι έχουμε πατέρα που μεριμνά και φροντίζει για μας; Για μια ματιά στο παρελθόν της ζωής σου. Δεν πέρασες δυσκολίες, δεν βρέθηκες πολλές φορές σε αδιέξοδο και όμως ο Θεός δεν σε εγκατέλειψε, δεν σε άφησε.
Πόσες φορές δεν είδες το χέρι του Θεού να απλώνεται επάνω σου!
Γιατί τώρα ανησυχείς, γιατί αγωνιάς, γιατί χάνεις τον ύπνο σου; Άλλαξε ο Θεός; Λιγόστευσε η δύναμη του; Μη γένοιτο!
Ο Θεός εξακολουθεί να είναι ο πατέρας σου. Σε σκέπτεται, σε αγαπά, σε παρακολουθεί. Το αύριο ανήκει στον Θεό. Στα χέρια Του βρίσκεται η ζωή μας, η υγεία μας, τα παιδιά μας.
Εμπιστεύσου τον Θεό. Άφησε τη ζωή σου στα χέρια Του. Μην ανησυχείς για το αύριο, για το μέλλον.
Ο Θεός θα σε αναλάβει κάτω από τη σκέπη του. Βέβαια εμπιστοσύνη στο Θεό δεν σημαίνει μοιρολατρεία, σταύρωμα των χεριών. Ο γεωργός θα σπείρει το χωράφι του, αλλά ο Θεός θα βρέξει για να καρποφορήσει. Εμείς θα σκεφτούμε, θα σχεδιάσουμε. Αλλά ο Θεός θα πραγματοποιήσει. Ο προφήτης λέγει: «Εάν μη Κύριος οικοδομήσει οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες» (Ψαλμός 126,1)
Με αυτό το πνεύμα, με αυτή την πίστη, ο πιστός άνθρωπος εμπιστεύεται το παρόν και το μέλλον στα χέρια του Θεού.
ΑΝΩΝΥΜΟΣ
https://filoinikodimou.blogspot.com
Δευτέρα 24 Μαΐου 2021
Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ (Ἅγ. Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου)
Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ (Ἅγ. Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου)
Σάββατο 22 Μαΐου 2021
Ο Άγιος Ανδρέας ο Ερημίτης ο Θαυματουργός
Ο Άγιος Ανδρέας ο Ερημίτης ο Θαυματουργός
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Ο αναχωρητισμός είναι μια διαχρονική πρακτική του ορθοδόξου μοναχισμού. Μοναχοί επέλεξαν να ζήσουν και να ασκηθούν σε ερήμους, όπου «ενώπιοι ενωπίω» με το Θεό, αγωνίστηκαν να καθαριστούν, να αγιαστούν και να θεωθούν. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Ανδρέας ο Ερημίτης, ο εν Καλάνα του Βάλτου της Ακαρνανίας. Μια μεγάλη ασκητική μορφή, ο οποίος σφράγισε με την πνευματική του ακτινοβολία την ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Ελλάδος.
Γεννήθηκε στο χωριό Μονοδένδρι της Ηπείρου το 1209. Κάποιοι θέλουν ως πατρίδα του το χωριό Συβίστα της Ευρυτανίας. Καταγόταν από φτωχή αλλά ευσεβή οικογένεια, όπου διαπλάστηκε στην ευσέβεια και την πίστη στο Θεό ο χαρακτήρας του. Από μικρός ήταν αναγκασμένος να εργάζεται σκληρά στα κτήματα του πατέρα του. Ταυτόχρονα φρόντιζε να συχνάζει στην εκκλησία του χωριού και να συμμετέχει με κατάνυξη στις ιερές ακολουθίες.
Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου νυμφεύτηκε μια ευλαβή γυναίκα και απέκτησε πολλά παιδιά, τα οποία φρόντιζε να τα μεγαλώνει με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Να τους βάλλει στην ψυχή τους την πίστη στο Θεό ως το καλλίτερο εφόδιο για μια ευλογημένη ζωή και για τη σωτηρία τους.
Παρ’ όλο ότι επέλεξε τον έγγαμο βίο, ίσως εξαιτίας των συνθηκών της ζωής, μέσα του ποθούσε διακαώς την μοναχική και ιδιαίτερα την ερημική ζωή. Προφανώς, όταν μεγάλωσε τα παιδιά του και έβγαλε τις οικογενειακές υποχρεώσεις, πήρε την άδεια της συζύγου του να γίνει μοναχός. Κάποια από τα συναξάριά του τον θέλουν να εγκαταλείπει και να φεύγει κρυφά από την οικογένειά του. Αυτό δεν είναι επιτρεπτό, διότι ο γάμος είναι ισότιμος με την παρθενία και δεν λύνεται για οποιοδήποτε λόγο, παρ’ εκτός της μοιχείας, ή του θανάτου ενός εκ των συζύγων. Ο Ανδρέας ακολούθησε τη μοναχική ζωή, ύστερα από τη σύμφωνη γνώμη της συζύγου του.
Αφού αποχαιρέτισε τη σύζυγό του και τα παιδιά του έφυγε και αναζητούσε κάποια μοναστήρια της περιοχής. Όμως ποθούσε περισσότερο την ερημική ζωή και γι’ αυτό περιπλανιόταν από τόπο σε τόπο, χωρίς να βρίσκει την ησυχία που επιθυμούσε. Ο διάβολος άρχισε να τον πολεμά με λύσσα, βάζοντάς του σκέψεις να εγκαταλείψει την μοναχική ζωή και την έρημο και να γυρίσει ξανά στον κόσμο. Επίσης οι στερήσεις, η πείνα, το κρύο και οι κακουχίες των ερημιών του έφερναν σκέψεις να εγκαταλείψει την προσπάθειά του και να γυρίσει στο σπιτικό του. Κατάλαβε ότι όλα αυτά ήταν παγίδες του διαβόλου και πήρε την απόφαση να απομακρυνθεί από την περιοχή και να πάει μακριά.
Περιπλανήθηκε για πολύ καιρό και βρέθηκε στην περιοχή του Βάλτου. Αντίκρισε την ψηλή και αγέρωχη οροσειρά των ορέων του Βάλτου, που ονομάζεται Καλάνα και αποφάσισε να εγκατασταθεί εκεί. Κοντά στο χωριό Χαλκιόπουλο, βρήκε μια μεγάλη σπηλιά, προς το βορειοανατολικό μέρος του βουνού, πάνω από τον ποταμό Αχελώο, σε ύψος 1520 μέτρα, για να χρησιμοποιήσει ως κατάλυμα.
Εκεί μέσα στη βαθειά σπηλιά άρχισε τον πνευματικό του αγώνα. Προσευχόταν αδιάλειπτα, αγρυπνώντας, νηστεύοντας και μελετώντας την Αγία Γραφή, συγγράμματα των Πατέρων και βίους Αγίων. Τρεφόταν με καρπούς αγρίων δένδρων, άγρια χόρτα και ρίζες φυτών. Το νερό του προμηθεύονταν από τον Αχελώο, στον οποίο κατέβαινε με μεγάλη δυσκολία, λόγω των απότομων γκρεμών και το δύσβατο του εδάφους.
Έζησε εκεί περισσότερα από τριάντα χρόνια, ανακαινίζοντας, καθαρίζοντας και αγιάζοντας τον εαυτό του με τον πνευματικό του αγώνα. Είχε καθαρθεί από τη χάρη του Θεού και έγινε ο ίδιος κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Είχε να αντιμετωπίσει τις λυσσαλέες επιθέσεις των δαιμόνων, οι οποίοι τον τρομοκρατούσαν, για να φύγει από τον τόπο της μετανοίας του και να γυρίσει στον κόσμο. Όμως ο άγιος έμενε αμετακίνητος και τους αντιμετώπιζε με την προσευχή.
Στην αρχή ήταν άγνωστη η παραμονή του στο απόκρημνο εκείνο μέρος, στους κατοίκους της περιοχής, όμως αργότερα όταν αντιλήφτηκαν την παρουσία του και την αγιότητά του, η φήμη του εξαπλώθηκε στην ευρύτερη περιοχή του Βάλτου, της Ακαρνανίας, Ευρυτανίας και Άρτας. Πλήθος ανθρώπων πήγαιναν καθημερινά στη σπηλιά να μιλήσουν μαζί του, να πάρουν τις σοφές συμβουλές του και την ευλογία του. Αυτός με ταπείνωση, καλοσύνη, αγάπη και στοργή δέχονταν τον καθένα και μοιράζονταν μαζί του τα προβλήματά του. Είχε γίνει ο πνευματικός οδηγός, ο θεοφώτιστος δάσκαλος και ο γιατρός των ψυχών τους.
Τα χρόνια πέρασαν, η σκληρή άσκηση, οι στερήσεις και οι αντιξοότητες της ερημικής ζωής κλόνισαν την υγεία του. Κοιμήθηκε ειρηνικά, μόνος του, στις 15 Μαΐου 1282, σε ηλικία 73 ετών. Η ψυχή του πέταξε στα ουράνια, στο θρόνο τη μεγαλοσύνης του Θεού, που τόσο αγάπησε και υπηρέτησε ολόκληρη τη ζωή του. Το δε αγιασμένο σκήνωμά του έμεινε μόνο του στη σπηλιά, χωρίς να γνωρίζει κανείς την κοίμησή του.
Όμως ένα λαμπρό υπερκόσμιο φώς έλουζε τη σπηλιά κάθε βράδυ, το οποίο έβλεπαν οι κάτοικοι της αντίπερα χώρας της Ευρυτανίας. Οι ευλαβείς κάτοικοι αναρριχήθηκαν στην απότομη βραχώδη πλαγιά και φτάνοντας στη σπηλιά βρήκαν το ιερό λείψανο να ευωδιάζει!
Το θαυμαστό νέο έφτασε και ως την πόλη της Άρτας, η οποία ήταν την εποχή εκείνη η πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου και βασίλισσα ήταν η περίφημη, αλλά πολύπαθη Θεοδώρα, η οποία φημίζονταν για την ευσέβειά της. Μάλιστα, μετά την κοίμησή της κατατάχτηκε στη χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας. Η ευσεβής βασίλισσα, μόλις έμαθε το γεγονός, με τη συνοδεία αξιωματούχων, αυλικών και πολλών πιστών πήγε στη σπηλιά του αγίου και κήδεψε με τιμές το τίμιο σκήνωμά του μέσα στη σπηλιά και έκτισε σε αυτή Ιερό Ναό, στο όνομά του.
Το 1794 ένας ευλαβής κληρικός ο Ιωάννης Γεροδήμος, πήρε άδεια από τον Επίσκοπο Αγράφων Δοσίθεο, στη δικαιοδοσία του οποίου άνηκε τότε η περιοχή, για να κάνει ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων, τα οποία μετέφερε στο Καρπενήσι, όπου τα τοποθέτησε σε πολύτιμες αργυρές θήκες. Κατόπιν τα διαμοίρασε στα διάφορα μοναστήρια της περιοχής (Προυσού, Τατάρνας, Αγίας Παρασκευής Σαρδηνίων, Κοιμήσεως Θεοτόκου Βαρετάδας και Γεννήσεως Θεοτόκου Ρέθα).
Ο άγιος Ανδρέας έχει τη φήμη του θαυματουργού. Έχουν καταγραφεί πλήθος θαυμάτων του.
Η μνήμη του τιμάται στις 15 Μαΐου, την ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του, με λαμπρότητα στο απόκρημνο σπήλαιο του όρους Καλάνα, με την καταπληκτική θέα προς την τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών, όπου συρρέουν χιλιάδες προσκυνητές, να πάρουν την ευλογία του και να του εναποθέσουν τα προβλήματά τους και να ζητήσουν τις πρεσβείες του στο θρόνο της μεγαλοσύνης του Θεού.
Πηγή: https://www.impantokratoros.gr