π. Θεόκλητος Διονυσιάτης
ΤΟ ΕΠΤΑΚΕΦΑΛΟΝ ΘΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ
ΚΑΙ «Η ΠΕΡΙΒΕΒΛΗΜΕΝΗ ΤΟΝ ΗΛΙΟΝ ΓΥΝΗ»
Μασονία- Χιλιασμός- Προτεσταντισμός- Κομμουνισμός- Βολταιρισμός- Αντορθόδοξα ρεύματα
Πριν ή εισέλθωμεν εις την ουσίαν του θέματός μας, θεωρούμεν αναγκαίον, όπως και πάλιν αποσαφηνίσωμεν, προς καθησύχασιν επιστελλόντων ημίν αδελφών, ότι δεν ερμηνεύομεν την Αποκάλυψιν, στοιχούντες τη Πατερική ευλαβεί σιωπή προ του ιερού τούτου βιβλίου, αλλ’ απλήν συσχέτισιν πειρώμεθα των επ’ εσχάτων επιπολαζόντων εν τη Εκκλησία κακών. Δεν υποστηρίζομεν ότι αυτά υπενόει δια των επτά κεφαλών του δράκοντος, ο επιστήθιος του Κυρίου Μαθητής, κατά την εν Πάτμω Αποκάλυψιν. Εχρησιμοποιήσαμεν την παράστασιν ταύτην, ίνα δι’ αγιογραφικού θέματος πραγματευθώμεν ζητήματα, άτινα απασχολούν τους κροτάφους της στρατευομένης Εκκλησίας. (μ.Θεόκλητος)
Είναι γνωστόν, ότι εν τη αγιωτάτη ημών Εκκλησία, ερμηνεία επίσημος, αυθεντική, δεν υπάρχει επί του προφητικού και αλληγορικού βιβλίου της Αποκαλύψεως. Οι άγιοι Πατέρες, επιμελώς απέφυγον να ερμηνεύσουν την Αποκάλυψιν, δι’ ον λόγον αυτοί μόνον και η ταπεινοφροσύνη των γνωρίζουν και μόνον χωρία τινά, ως λίαν εκφραστικά, εχρησιμοποίησαν, όπως τα σχολιάσουν δι’ ευσεβών στοχασμών, προς οικοδομήν του ποιμνίου των. Ερμηνείαι όμως ανεύθυνοι, καιροσκοπικαί, επηρεασμέναι από την πίεσιν περιστατικών γεγονότων, άλλαι ολίγον σοβαραί ή όλιγώτερον ή περισσότερον επιπόλαιαι, ή παρά βραχύ φαιδραί ή και αντορθόδοξοι, ως και υπομνήματά τινα, εγράφησαν εις διαφόρους εποχάς. Αι περιγραφαί της Αποκαλύψεως πολλάκις συμπίπτουν με τα γεγονότα διαφόρων εποχών, αλλά περί της ακριβούς εκβάσεώς των δεν δυνάμεθα να είμεθα βέβαιοι, διότι θα περιωρίζομεν την προοπτικήν των προφητειών εις λίαν στενά χρονικά όρια και διότι, εν πάση περιπτώσει, στερούμενα αυθεντικών κριτηρίων.
Δι’ ένα πράγμα είμεθα απολύτως βέβαιοι: Ότι η «περιβεβλημένη τον ήλιον γυνή» είναι η Εκκλησία, και ότι ο «δράκων ο πυρρός» με τας επτά κεφαλάς και τα δέκα κέρατα είναι «ο όφις ο μέγας, ο αρχαίος, ο καλούμενος Διάβολος και Σατανάς». Και σχολιάζοντες τα σύγχρονα γεγονότα και επισημαίνοντες τους εκδήλους της Εκκλησίας εχθρούς, κατ’ ελάχιστον δεν δυσκολευόμεθα να συσχετίσωμεν τον επτακέφαλον δράκοντα με τας επτά μορφάς του κακού, τας απειλητικωτέρας, υπό τας οποίας βαρύν ήγειρε κατ’ αυτής πόλεμον, και ων παρακατιόντες θα μνημονεύσωμεν κεχωρισμένως.
(…)
Τι σημαίνουν αι επτά κεφαλαί; Τι ακριβώς, δεν δυνάμεθα να απαντήσωμεν. Πάντως η Ελλάς και η Εκκλησία της έχουν το θηρίον των. Εις την ερμηνείαν την ελευθέραν και ανεύθυνον, ην κάμνομεν, αναγνωρίζομεν τα απειλούντα την Εκκλησίαν και το Έθνος μεγάλα σύγχρονα κακά, αλλά συσχετίζοντες αυτά με τας επτά κεφαλάς του θηρίου, πιθανολογούμεν απλώς και εικάζομεν.
Και ιδού η πρώτη κεφαλή: Η Μασονία. Επ’ εσχάτων έχουν γραφή τόσα περί της σατανικής αυτής μυστικής ανά τον κόσμον οργανώσεως, ώστε θα εκινδυνεύαμεν να επαναλάβωμεν τα ίδια, εάν εγράφομεν τι σημαίνει Μασονία. Αλλ’ αν την μνημονεύωμεν ενταύθα, είναι δια να μη υστερήση δι’ ημών Τόπος εις την κοινήν υπό των ευσεβών διαμαρτυρίαν κατά του επαράτου βασιλικού διατάγματος. Ότι η Μασονία αποτελεί διαβρωτικήν δια το Έθνος και την Εκκλησίαν δύναμιν, ουδεμία περί τούτου αμφιβολία, εφ’ όσον τείνει να υποκαταστήση την αγάπην της Εκκλησίας, δι’ υπόπτου και ψευδούς φιλανθρωπίας, τα Μυστήρια αυτής, δια σατανικών μυστηριακών τελετουργιών, και το Έθνος να παραδώση εις σκοτίας πολυεθνείς ή και εβραϊκάς χείρας.
Ο ευσεβής λαός μας έχει λάβει πλήρη γνώσιν περί της κεφαλής ταύτης του καταχθονίου δράκοντας, και ουδείς έστιν ο αγνοών τας επιδιώξεις των Μασόνων. Εκείνο όμως, το οποίον μας κάμνει να αδημονώμεν, δεν είναι οι Μασόνοι, οίτινες ως ανώνυμοι είναι εις ημάς εντελώς αδιάφοροι. Είναι η μέχρι σήμερον παρατεινομένη ισχύς του εν λόγω βασιλικού διατάγματος, από του παρελθόντος ήδη Δεκεμβρίου. Ότι υπάρχουν Μασόνοι εις όλον τον κόσμον και την Ελλάδα, οίτινες δίκην οκτάποδος κατέχουν επισήμους θέσεις, δεν αποτελεί τίποτε το καινόν. Ούτε τι το σκανδαλίζον. Το σκανδαλίζον τας συνειδήσεις των ευσεβών χριστιανών είναι η δίκαια υποψία περί των φρονημάτων του ευσεβούς Βασιλέως των και του Κυβερνήτου της Ελλάδος. Αποτελεί μίαν πολύ περίεργον σύμπτωσιν το γεγονός ότι, ο Βασιλεύς ο ίδιος εν διαστήματι πέντε ετών υπογράφει δις βασιλικά διατάγματα υπέρ της ελευθέρας δράσεως των ελευθεροτεκτόνων, ως αυτοαποκαλούνται, και παρά τας γνωστάς διαμαρτυρίας του λαού και την ανάλογον ενημέρωσίν του από τους υπευθύνους Συμβούλους του, περί του κακού τούτου. Εν τω αυτώ κρίματι ευρίσκεται και ο νυν Πρόεδρος της Ελληνικής Κυβερνήσεως, όστις, την μεν πρώτην φοράν εισηγήθη αυτοπροσώπως, ως αρμόδιος Υπουργός της Προνοίας το ευεργετικόν δια τους μασόνους διάταγμα, την δε δευτέραν, κατά δαιμονικήν (;) θα ελέγομεν συγκυρίαν, ότε μόλις εγνώρισε τον Προεδρικόν θώκον.
★ ★ ★
Ουδαμού της Ελλάδος υπάρχει τοσούτον συμπαγής εις λαόν σεβασμός προς τον Βασιλικόν θεσμόν και τα πολιτικά συντηρητικά συστήματα, όσον εις το Άγιον Όρος, όπου η νοσταλγία των Βυζαντινών χρόνων συνέχει τας καρδίας μας. Αλλά και περισσότερον εύθικτος κόσμος από τους αγιορείτας , όταν τους προσβάλλουν την πίστιν ή ότε οι άρχοντές των παρέχουν υποψίας περί των φρονημάτων των, ουδαμού πάλιν θα ευρεθή. Δια τούτο, όσον παραμένη εν ισχύι το περί Μασονίας διάταγμα, παρά τας παραστάσεις της Εκκλησίας και τας διαμαρτυρίας του ευσεβούς λαού μας, αι συνειδήσεις των αγιορειτών θα είναι κατεσκανδαλισμέναι, δια τον Βασιλέα των και την Κυβέρνησίν του, μη δυνάμενοι να προΐδουν εάν θα αναγκασθούν να παύσουν και αυτήν την διαμνημόνευσίν του, ως ευσεβούς Βασιλέως και τον πολυχρονισμόν του εις τας ιεράς του Βυζαντίου Μονάς. Εις τα της θρησκείας μέσος όρος δεν χωρεί. Ή είναι τις ευσεβής, ή δεν είναι. Αλλά και εκτός της λεπτής ταύτης πλευράς, ο υπό της Βασιλικής Κυβερνήσεως μας ενισχυόμενος Τεκτονισμός, ενδυναμούται εμμέσως ως φοβερός της Εκκλησίας μας εχθρός, της οποίας τους άσπιλους πόδας ήδη λείχει με την ακάθαρτον γλώσσαν του ως δράκων, δια να επιχειρήση αργότερον να την καταφάγη ει δυνατόν.
Β
Εις το προηγούμενον άρθρον μας, είχομεν εκφράσει την βαθείαν λύπην μας δια την παράτασιν της ισχύος του περιβόητου βασιλικού διατάγματος, δι’ ου παρείχετο εις την Μασονίαν ελεύθερον πεδίον δράσεως εν τη Ορθοδόξω Ελλάδι, της οποίας η Εκκλησία έχει καταδικάσει αυτήν, ως μυστικήν αντιχριστιανικήν οργάνωσιν, ως πολέμιον και διαβρωτικήν αυτής. Εν τω μεταξύ όμως χρόνω, χάρις εις τας επιμόνους ενεργείας της Διοικούσης Εκκλησίας και τας διαμαρτυρίας του ευσεβούς λαού μας, το διάταγμα τούτο ανεκλήθη, ως γνωστόν. Ένεκεν τούτου εχάρημεν σφόδρα. Η Εκκλησία πάλιν ενίκησεν, αλλ’ ο μασονικός ούτος σατανάς δεν εξησθένησεν, αλλ’ απλώς συνεστάλη εις την σκοτίαν φωλεάν του. Πρόκειται περί μιας φάσεως του αγώνος κατά του εχθρού, έχοντος υπέρ αυτού όλα εκείνα τα μέσα, άτινα του εγγυώνται μακράν εις την σφαίραν μας παραμονήν, άτε συνυφασμένου με αυτήν την φύσιν του Κακού, όπερ αποτελεί στοιχείον της θείας οικονομίας, χάριν των εκλεκτών. Αλλά τούτο δεν σημαίνει, ότι η Εκκλησία δέον να παραιτηθή της προς αυτό και προς τας διαφόρους του Κακού μορφάς πάλης. Αλλ’ αντιθέτως, εις τούτο εκλήθη, να αγωνίζεται και νικά και στεφανούται, της τελείας εξαφανίσεως του Κακού ούσης εν χειρί Θεού.
★ ★ ★
Ενταύθα θα κάμωμεν μίαν παρένθεσιν. Πριν ή εισέλθωμεν εις την ουσίαν του θέματός μας, θεωρούμεν αναγκαίον, όπως και πάλιν αποσαφηνίσωμεν, προς καθησύχασιν επιστελλόντων ημίν αδελφών, ότι δεν ερμηνεύομεν την Αποκάλυψιν, στοιχούντες τη Πατερική ευλαβεί σιωπή προ του ιερού τούτου βιβλίου, αλλ’ απλήν συσχέτισιν πειρώμεθα των επ’ εσχάτων επιπολαζόντων εν τη Εκκλησία κακών. Δεν υποστηρίζομεν ότι αυτά υπενόει δια των επτά κεφαλών του δράκοντος, ο επιστήθιος του Κυρίου Μαθητής, κατά την εν Πάτμω Αποκάλυψιν. Εχρησιμοποιήσαμεν την παράστασιν ταύτην, ίνα δι’ αγιογραφικού θέματος πραγματευθώμεν ζητήματα, άτινα απασχολούν τους κροτάφους της στρατευομένης Εκκλησίας. Άλλωστε, ως προεγράψαμεν, η αποδοχή των «λύσεων», ας έδωκαν ημίν οι ασχοληθέντες με την Αποκάλυψιν, δημιουργεί όλως νέα προβλήματα. Ασφαλώς η ορθή ερμηνεία δεν εγράφη ακόμη. Θα γραφή όμως, κατά τοιούτον εναργή και πειστικόν τρόπον, ώστε ουδεμίαν θα καταλίπη αμφιβολίαν περί τούτου και εις τον πλέον συντηρητικόν πιστόν, διότι αι του παναγίου Πνεύματος επίπνοιαι, ανάγκη πάσα να λάβουν πέρας. Αλλά πότε και πως, τούτο αποτελεί το κάλυμμα της Αποκαλύψεως, όπερ, ο χρόνους και καιρούς εν τη ιδία εξουσία τέμενος Κύριος, έρριψεν επί της ανθρωπίνης ιστορίας.
★ ★ ★
Κεφαλή δευτέρα: Ο Χιλιασμός. Πρόκειται περί φρικτοτάτης αιρέσεως, αρνουμένης την θεότητα του Κυρίου Ιησού, απορριπτούσης το κύρος των I. Συνόδων και των αγίων Πατέρων, μη πιστευούσης εις την αιωνιότητα της κολάσεως και μη δεχομένης ειμή μόνον μίαν ζωήν επιγείου ευδαιμονισμού χιλιετούς διαρκείας. Σπέρματα του χιλιασμού ευρίσκονται το πρώτον παρ’ Ιουδαίοις, ολίγον προ της ελεύσεως του Σωτήρος εις τα καθ’ ημάς, άτινα εκαλλιεργούντο υπό των λυτρωτικών πόθων του Ισραήλ εκ της καταδυναστείας των Ρωμαίων, και τα οποία, κατά τον πρώτον μ.X. αιώνα, εβλάστησαν την απαισίαν ταύτην αίρεσιν, εν χριστιανικώ κλίματι, δια του Κηρίνθου, μαθητού του Σίμωνος Μάγου, παρερμηνεύοντος το σχετικόν χωρίον της Αποκαλύψεως, καθ’ ο «εδέθη ο σατανάς χίλια έτη». Επανήλθε δε μετά μακράν νάρκωσιν περί τον ΙΘ’ αιώνα. Όλαι αι αιρέσεις, ως τοιαύται, είναι κακαί, οδηγούσαι εις βεβαίαν απώλειαν τους οπαδούς αυτών. Αλλ’ ο χιλιασμός αποτελεί την πλέον ειδεχθή μορφήν των εκ του χριστιανισμού απορρευσασών αιρέσεων. Εις τα πλήρη βλασφήμων σοφιστειών βιβλία των, κάμνουν συνήθως χρήσιν της φράσεως: «ο αγαπητός ημών αδελφός Άρειος…». Αλλ’ ο εκβληθείς των ιερών της Εκκλησίας περιβόλων Άρειος, μεθ’ όλης αυτού της σατανικής πομπής, υπό της α’ Οικουμενικής Συνόδου, ηρνείτο μόνον την θεότητα του Χριστού, ενώ ο χιλιασμός ανατρέπει και το υπόλοιπον της ορθοδόξου διδασκαλίας του χριστιανισμού, όσον αφήνει ο αρειανισμός.
Εις την Ελλάδα, «εν τω καθεύδειν ημάς», δυστυχώς έχει σπείρει ζιζάνια πολλά, και ως πληροφορούμενα, εις τινάς επισκοπικάς επαρχίας επήνεγκε αληθή θραύσιν, σπαρασσομένων των προβάτων του Χριστού, υπό των βαρυτάτων αυτών λύκων.
★ ★ ★
Κεφαλή τρίτη: Ο Προτεσταντισμός. Ο Προτεσταντισμός είναι αίρεσις αιρέσεων. Το πρώτον πλήγμα κατά της ενότητος της Εκκλησίας εδόθη από τας αλαζονικάς αξιώσεις της πρεσβυτέρας Ρώμης και τας προϊούσας τάσεις καινοτομιών. Το δεύτερον, το και καίριον, προήλθεν εκ της Διαμαρτυρήσεως του Μαρτίνου Λουθήρου, επικουρουμένου υπό του Καλβίνου και Σβιγγλίου, μοιραίων ανθρώπων της Εκκλησίας.
Η παγκόσμιος Εκκλησία απώλεσε την συνοχήν και ενότητά της. Η κοινή πίστις κατεθρυμματίσθη. Οι άνθρωποι κατέστρεψαν το έργον του Θεού, και η προσευχή του Κυρίου, «ίνα εν ώμεν», εματαιώθη άχρι καιρού. Ο Προτεσταντισμός ανέτρεψε πάσαν Εκκλησιολογικήν αρχήν, υποκατέστησε τον θείον παράγοντα δια του ανθρωπίνου, αρνείται τα εν Αγίω Πνεύματι Δόγματα των I. Συνόδων, ασκεί αδυσώπητον κριτικήν επί του πεδίου του υπερλογικού και απορρίπτει κατά βάθος πάσαν Αποκάλυψιν εν τη Εκκλησία.
Ο Προτεσταντισμός έπαυσε να είναι θρησκεία. Διατηρεί μεν τα χαρακτηριστικά της θρησκείας, εν τούτοις μετέπεσεν εις πεδία φιλοσοφικά, ένθα η ελευθερία της σκέψεως καθορίζει τον τρόπον πίστεως, εξ ου λόγου προήλθε και η πληγές των πλέον ετεροκλήτων Ομολογιών. Έκαστος πιστός ερμηνεύει τον θείον λόγον κατά το δοκούν και πιστεύει ως βούλεται. Η I. Παράδοσις ουδεμίαν αξίαν κέκτηται, των Πατέρων το κύρος δεν υπερβαίνει το κύρος και του απλουστέρου διαμαρτυρομένου, η ιδέα της αγιότητος περιέπεσεν εις ανυποληψίαν, τιμαλφέστατα της Εκκλησίας σύμβολα καθυβρίζονται σκαιώς — ο πανάγιος του Κυρίου Σταυρός, αίφνης, ονομάζεται στυγερός —- ο Μοναχισμός κατηργήθη, και γενικώς, ό,τι δεν αποκρίνεται εις την παχυλήν ανθρωπίνην λογικήν ετέθη εκποδών. Και επειδή η Εκκλησία του Χριστού και ανέθορε και άγεται υπό Πνεύματος Αγίου ουχί δε υπό της λογικής των ανθρώπων, επόμενον ήτο να αναχωρήση από τον υπερήφανον Προτεσταντισμόν, και αι παρασυναγωγαί αυτών να μείνουν άμοιροι θείας ικμάδος, ξηραί, γυμναί και τετραχηλισμέναι, «ακοινώνητοι».
Αυτός είναι εν ολίγοις ο Προτεσταντισμός, εχθρός εκ των μεγίστων της αγιωτάτης Ορθοδοξίας μας, όστις, λόγω της γοητείας, ην ασκεί ως λόγος, ως νοησιαρχία και ορθολογισμός, εισέδυ λανθανόντως εν τη καθ’ ημάς Εκκλησία, πειρώμενος να νοθεύση την εν Αγίω Πνεύματι διδασκαλίαν των Πατέρων.
★ ★ ★
Κεφαλή τετάρτη: Ο Κομμουνισμός. Τέρας αποφώλιον, εξέραμμα του Άδου, γέννημα του διαβόλου. Θεωρία ερυθρά, ως εκ του αίματος αφ’ ου αναθάλλει, ενεφανίσθη εκ των έξωθεν δια να πλήξη την Εκκλησίαν, ως νέα περί κόσμου θεωρία, αποκρινομένη εις άπαντα τα ανθρώπινα προβλήματα. Αποτελεί συμπύκνωσιν όλων των θεοστυγών φιλοσοφικών συστημάτων, απορρίπτων αναφανδόν πάσαν πίστιν επί την ύπαρξιν Πνευματικού κόσμου, διαγράφει διαλεκτικώς τον Θεόν από της ζωής, ρυθμίζει τας κοινωνικάς σχέσεις ερήμην της ανθρώπινης βουλήσεως, θεωρεί τους ανθρώπους ως απλάς οικονομικάς μονάδας, ενισχύει τας εφ’ ων εδράζεται υλιστικάς απολαύσεις, και απεργάζεται τον θεόπλαστον άνθρωπον εις κτηνώδες ανδράποδον. Ουδεμία θεωρία υπήρξε τόσον πλήρης εις άρνησιν πάσης Πνευματικής αρχής και αξίας όσον ο κομμουνισμός, και ουδέν σύστημα ενεφανίσθη ούτως εξωπλισμένον και συγκεκροτημένον φιλοσοφικώς και λογικώς, ώστε να αμιλλάται τον χριστιανισμόν εις την πρακτικήν ζωήν των ανθρώπων και εις τας ιδέας περί κοινωνικής δικαιοσύνης. Τοσούτον αποτελεσματικούς ελίκνισε τας ονειροπολήσεις των απαγών χριστιανικών λαών, ώστε να θεωρηθή ως φορεύς της απολυτρώσεως του ανθρώπου από των μαστιζόντων αυτόν δεινών, και σήμερον να είναι εξηπλωμένος επί του μείζονος τμήματος της ανθρωπότητος. Εν τη κομμουνιστική θεωρία, η Εκκλησία διείδε τον πρόδρομον του Αντιχρίστου ή μάλλον αυτόν τον αντίχριστον. Ρώσσοι δε θεολόγοι, ζήσαντες τας φρικαλεότητας της πατρίδος των και ιδόντες την απηνή δίωξιν του χριστιανισμού, απεφάνθησαν, ότι ο κομμουνισμός είναι αυτό τούτο το ερυθρόν θηρίον της Αποκαλύψεως. Εις τον κοσμοθεωρητικόν τομέα προβάλλει την θεωρίαν του «διαλεκτικού υλισμού», δι’ ης προσπαθεί να αποδείξη ότι μόνον η ύλη αποτελεί την δημιουργόν αρχήν του κόσμου, ουδαμού υπάρχοντος πνεύματος. Εις δε το κοινωνικόν αυτού σύστημα χρησιμοποιεί την θεωρίαν του «ιστορικού υλισμού», δια της οποίας υποστηρίζει, ότι η παγκόσμιος ιστορία εξυφάνθη από τον υλιστικόν ανταγωνισμόν των ανθρώπων και ότι, ουδέν ευγενές κίνητρον ώθησε ποτέ αυτούς εις αγώνας, βασιλεύοντος πανταχού του κτηνώδους νόμου «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό».
Aι θεωρίαι αυταί, ως ήτο επόμενον, επέφερον την αθεΐαν, ηχρήστευσαν τους περί ηθικής κανόνας, εβοήθησαν εις την εκρίζωσιν του αισθήματος της αιδούς, ανέτρεψαν τας παραδεδεγμένας αρχάς του δικαίου και εμόρφωσαν τρόπους ζωής αντίκρυς αντιθέτους προς τον χριστιανισμόν. Αι ήδη σήμερον σπιλούσαι τον χριστιανικόν πολιτισμόν ποικίλαι μορφαί σαρκολατρίας, οφείλονται, κατά μείζονα λόγον, εις τον εκθρέψαντα ταύτας κομμουνισμόν, εφ’ όσον τας ολισθηράς προς τον αμαρτωλόν βίον κλίσεις του ανθρώπου, ενισχύει και δικαιολογεί δια λογικών επιχειρημάτων. Είναι αμφίβολον, αν η Εκκλησία εγνώρισεν επικινδυνωδέστερον εχθρόν από τας κομμουνιστικάς θεωρίας.
★ ★ ★
Κεφαλή πέμπτη: Ο Βολταιρισμός. Αρνητική φιλοσοφία, αχούσα τον Γαλάτη φιλόσοφον Βολταίρον πολέμιον της θεότητος του Κυρίου. Ενεφανίσθη περί τον ΙΣΤ’ αιώνα και ηνδρώθη, ως συστηματική αρνητική κριτική κατά τον ΙΘ’ με κυριωτέρους θεωρητικούς, τους Δαβίδ Στράους, Μπορ και Ρενάν, οίτινες κατέκτησαν σχεδόν την εποχήν των. Η θεωρία του Ρενάν και των συν αυτώ, ήτις ως επιδημική νόσος των αρχών του Κ’ αιώνος, επήνεγκεν αληθή θραύσιν ιδίως μεταξύ των διανοουμένων, έχει την εξής θανατηφόρον αιχμήν: Αρνουμένη την θεότητα του Χριστού, παραδέχεται ασαφώς πως την ύπαρξιν του Θεού, και τούτο, ίνα τους εις Θεόν πιστεύοντας αποσπάση από της εις Χριστόν πίστεως. Η ιδέα της αρνήσεως του Κυρίου ημών Ιησού, παρομαρτεί κυρίως εις τους διαφόρως θρησκευτικώς ζώντας και ακολουθούντας τας σημερινάς «προόδους» του τεχνικού πολιτισμού. Μέχρι των παραμονών του τελευταίου πολέμου εν Ελλάδι , η λύμη αυτή ήτο της μόδας και οι «μορφωμένοι» ησθάνοντο μείωσιν να μη δύνανται να εμφανιστούν ως Βολταιρισταί. Το κακόν προήρχετο εκ Δύσεως, ως όλα σχεδόν τα «καινά δαιμόνια», και το περίεργον είναι, ότι το ωκειώθημεν ημείς, καθ’ ον χρόνον η Δύσις το απέπτυε και εστρέφετο, εξ απελπισμού εκ της αρνήσεώς της, προς τον χριστιανισμόν. Μοιραία, δυστυχώς, κατάστασις ενός λαού, όστις δεν εσυνειδητοποίησε την ευγένειαν της καταγωγής του και τους τίτλους της Πνευματικής αξίας του, να καταδέχεται να γίνεται φερέφωνον των κατωτέρων του και να περιβάλλεται τα δύσχρηστα και πεπαλαιωμένα ενδύματά των. Ευτυχώς, ότι μεταπολεμικώς νέον πνεύμα έπνευσεν εις την ένδοξον πατρίδα μας. Λόγοι ποικίλοι, επιδράσαντες επί του αγα- θού λαού μας, έστρεψαν το ενδιαφέρον του προς την Εκκλησίαν. Αλλ’ η φθοροποιός άρνησις δεν εξέλιπεν ολοσχερώς. Και ενεφανίσθη επ’ εσχάτων αναθάλλουσα, δια της νεοφανούς, πλην αρχαιοτάτης, όσον και ο διάβολος, θεωρίας του τέρατος εκείνου, το οποίον ακούει εις το όνομα Καζαντζάκης.
Και είπεν: «Ο Χριστός δεν είναι Θεός. Είναι όπως όλοι οι άνθρωποι, με σάρκα και πνεύμα. Είναι όμως προηγμένος άνθρωπος, κατανικήσας την σάρκα, αλλά άνθρωπος μόνον, με αδυναμίας και επιθυμίας, τας οποίας τελικώς υποτάσσει εις το πνεύμα». Πρόκειται περί του περσικού δυαδικού αγώνος μεταξύ ψυχής και σώματος, ως φορέων δύο αντιμαχομένων δυνάμεων. Εμφανίζει παλαιοτάτας θεωρίας των Μανιχαίων ως νέας, τας οποίας ηλίθια πνεύματα θεωρούν ως υψηλήν φιλοσοφίαν, επειδή ο Καζαντζάκης ενέδυσε με γοητευτικά άμφια, δια να γίνουν ωραία ως καταπότιον επιχρυσωμένον, ευχάριστος σατανάς, πειστικαί εις ακαταρτίστους ψυχάς, ποίησις πραγματική, όπως ακριβώς έκαμνε και ο Ρενάν, εγκωμιάσας όσον ολίγοι τον Χριστόν, ον ταυτοχρόνως απεγύμνου της θεότητός του. Ομολογουμένως ο διάβολος, δεν ήτο δυνατόν να εμφανισθή τοις ανθρώποις υπό ελκυστικωτέραν περιβολήν. Δια τούτο, ο νεοβολταιρισμος ούτος, το πλείστον των θυμάτων του ήγρευσεν εκ των τάξεων των πτωχοδιανοουμένων μας, των νοσταλγών και κυνηγών των μορφών, των ανισχύρων να βυθίσουν την σκέψιν υπό τα πλανώντα σχήματα. Των μη εχόντων καθαράν νόησιν, αλλά τυφλήν φαντασίαν.
★ ★ ★
Κεφαλή έκτη: Ο Παπισμός. Τάσσομεν ως έκτην κεφαλήν τον Παπισμόν, ενώ εις κακότητα κατέχει την πρώτην θέσιν μεταξύ των εχθρών της αγιωτάτης ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Αλλά το μίσος του Παπισμού καθ’ ημών, ουδέν άλλο σημαίνει ή ότι αναγνωρίζει την υπεροχήν μας. Ο Παπισμός υπήρξε μοιραία ιστορική μορφή εις τον κόσμον. Το υποταγέν εις τον χριστιανισμόν στρατοκρατικόν και κοσμοκρατορικόν πνεύμα της ειδωλολατρικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, διετήρησεν εν τούτοις τους χαρακτήρας αυτού, τους οποίους βλέπομεν από τους πρώτους εισέτι χριστιανικούς αιώνας να διακρίνουν την ρωμαϊκήν Εκκλησίαν, με προϊούσαν τάσιν επιβολής επί των άλλων Εκκλησιών, ης αποκορύφωμα υπάρχει η σκανδαλώδης ιδέα του Πρωτείου, μεθ’ όλων των συνεπειών αυτού, δια να προαχθή εις το φρενιτιώδες αλάνθαστον του Πάπα.
Εις την διαμόρφωσιν της ζωής της Δυτικής Εκκλησίας, αποφασιστικόν ρόλον διεδραμάτισαν τα επιδραμόντα γερμανικά φύλα, άτινα επηρέασαν, αναμφιβόλως, την στάσιν αυτής έναντι των θεολογικών αυτής προβλημάτων. Λαοί παχυλοί, ανανάπτυκτοι δια να εγκεντρισθούν εις τον Χριστιανισμόν, εχρειάσθησαν ένα όργανον ανάλογον προς την διανοητικότητα αυτών. Και ευρέθη εις την αριστοτελικήν φιλοσοφίαν, την ικανοποιούσαν τας αξιώσεις του «λόγου», ον θέτει ως απόλυτον κριτήριον. Ούτω συν τω χρόνω διεμορφούτο θεολογία νοησιαρχική, ορθολογιστική, φυσιοκρατική, ήτις ωδήγει κατ’ ολίγον εις την αποξένωσιν από την μάλλον μυστικιστικήν, «εσωτερικήν» θεολογίαν των ανατολικών λαών, υπέρ ης απελογείτο αυθεντικώς, το άγιον Βυζάντιόν μας. Η ούτω λανθάνουσα κατ’ αρχάς αντίθεσις μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, και ύστερον αισθητότερον αποκαλυφθείσα, ως ήτο επόμενον, προεκάλεσε την διάσπασιν της ψυχολογικής ενότητος των Εκκλησιών. Και υποθέτομεν, ότι η κυριωτέρα αιτία του χωρισμού των Εκκλησιών, δεν ήτο ούτε το σκανδαλίζον και αντορθόδοξον Filioque, ούτε και αι περί Πρωτείου προκλητικαί αξιώσεις του Πάπα, όσον ο διάφορος τρόπος διανοητικότητας, όστις ολογλύφως, θα ελέγομεν παρουσιάσθη εν τω προσώπω Θωμά του Ακινάτου, γενομένου του επισημοτέρου εκπροσώπου της Θεολογίας της Ρώμης. Τούτο άλλωστε απεδείχθη, αφ’ ενός μεν δια του οδυνηρού τρόπου βιώσεώς των, όστις εντονώτερον κατεφάνη εις τους μυστικιστάς των, αφ’ ετέρου δε, κατά τας έριδας των Ησυχαστών του ΙΔ’ αιώνος, τους οποίους η δυτική Θεολογία, δια του Βαρλαάμ του Καλαβρού, κατεπολέμησε μετ’ απαραδειγματίστου σφοδρότητος.
Η κακοδοξία της Παπικής Εκκλησίας και η ορθολογιστική νοοτροπία αυτής, κατεφόβιζον τόσον τους βυζαντινούς, ώστε κατά τας αγωνιώδεις τελευταίας ημέρας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, να προτιμούν την επικειμένην κυριαρχίαν της ερυθράς ημισελήνου ή των Παπικών, του φόβου μεταδιδόμενου από των χειλέων του ενός προς τον άλλον, δια της μνημειώδους φράσεως: «κάλλιον σαρίκιον τουρκικόν ή τιάραν Παπικήν». Είναι δε περιττόν να είπωμεν, πόσον το νοησιαρχικόν στοιχείον καλλιεργηθέν επιμελώς υπό της πρεσβυτέρας Ρώμης, συνετέλεσεν εις την γέννησιν του Προτεσταντισμού, όστις πάλιν, επί το χείρον προκόψας, έτεκεν, εντελώς ανυπόπτως, τας υλιστικάς φιλοσοφίας του Μάρξ και Έγκελς, καθ’ όσον με κατάπληξιν αναγινώσκομεν θεωρίας, Θωμά του Ακινάτου, περί των σχέσεων κεφαλαίου και εργασίας.
Ημάς τους ορθοδόξους ουδείς τόσον επεβουλεύθη και επίκρανεν, όσον η «αδελφή» Καθολική Εκκλησία, ήτις εάν ήθελε θα ηδύνατο και την πτώσιν της Πόλεως να αποτρέψη. Εν τούτοις πάντοτε επεδίωκεν οφέλη εξ ημών, και ότε «η δρύς πέπτωκεν» αυτή εκ των πρώτων ήρξατο «ξυλεύουσα». Εις δε την εποχήν της 400ετούς δουλείας, ουκ επαύσατο μηχανορραφούσα εις βάρος της διάστικτου εκ των τραυμάτων και ημιθνήτου αδελφής της, και ανταγωνιζομένη εις την αρπαγήν των προβάτων με τον Ισλαμισμόν. Και ότε ανέτρεψε τον υπό της α’ Οικ. Συνόδου θεσπισθέντα Πασχάλιον κανόνα, ο Πάπας «περιήγε ξηράν και θάλασσαν» δια να μας επιβάλη ένα νέον, αμαρτωλόν ημερολόγιον, όπερ σήμερον διχάζει το πλήρωμα της Εκκλησίας μας, και όπερ ευτυχώς απεδοκιμάσθη εν τω συνόλω του υπό του ευσεβούς λαού μας. Εν πάση περιπτώσει ο Παπισμός, όστις παρ’ ενίοις ερμηνευταίς της Αποκαλύψεως θεωρείται «η πόρνη η μεθύουσα μετά των βασιλέων της γης», βλέπει την ορθοδοξίαν μας ως άκανθαν εις τον οφθαλμόν του, διότι δεν απεμακρύνθη της ιεράς παραδόσεως, ως αυτός, διο και ελέγχεται. Δια τούτο μετέρχεται παν μέσον όπως εισδύση εις την Εκκλησίαν μας, δια να την υποτάξη υπό τους πόδας του Πάπα. Η ασκουμένη από ετών προσηλυτιστική προπαγάνδα, ο Ιησουιτισμός, οι Ελληνόρρυθμοι, οι Ουνίται, προς τον σκοπόν αυτόν αγωνίζονται. Τελευταίως είχομεν επίθεσιν δια του Κογκορδάτου, όπερ μεταφράζεται, εις διασφάλισιν περισσοτέρων προϋποθέσεων δράσεως του Καθολικισμού εν Ελλάδι. Ευτυχώς ότι η Εκκλησία έχει ποιμένας και εξεδίωξε τους λύκους. Η Ιεραρχία είναι άξια παντός επαίνου, αναδειχθείσα ανταξία των αγίων Πατέρων μας, και των πεπρωμένων της Ορθοδοξίας.
★ ★ ★
Κεφαλή έβδομη: Αντορθόδοξα ρεύματα. Επ’ αυτού θα επεκταθώμεν, διότι ο εχθρός ούτος είναι, ως εκ των έσω, φοβερός. Πρόκειται περί ηπίας αθετήσεως της πολυτίμου Πατερικής κληρονομιάς υπό παντοίας προφάσεις. Έκαστη Εκκλησία έχει την θεολογίαν της. Η ορθόδοξος Εκκλησία έχει και αυτή την θεολογίαν της, η οποία δεν είναι μία θεολογία ανθρωπίνη, όπως εγένετο της Καθολικής Εκκλησίας ή ως την εξειργάσθη η επαναστατημένη διάνοια του Λουθήρου. Είναι θεολογία ιερά, αποκαλυπτική, ήτις αποτελεί σύνθεσιν φωτισμού του παναγίου Πνεύματος και κεκαθαρμένης υψηλής διανοήσεως, εξ ασκήσεως και αγιασμού. Είναι τι, όπερ δεν δύναται «να ψαύση χειρ αμύητων». Δεν είναι έργον ανθρώπων. Το ανθρώπινον στοιχείον απλώς συνήργησεν εις την έκφρασιν των του Πνεύματος βουλευμάτων. Δια τούτο και η διδασκαλία των Πατέρων, παρά την φραστικήν διαφοράν και τας παραλλαγάς της, εις το βάθος είναι μία, αρμονικωτάτη και απολύτως ομόφωνος. Αλλ’ έχει και μίαν άλλην σημασίαν το γεγονός. Ότι, ό,τι συνδέεται με την προσωπικήν εμπειρίαν και βίωσιν των αγίων Πατέρων, είναι αυτή αύτη η δοκιμασθείσα αλήθεια, προς ην δέον και ημείς να εναρμονιζώμεθα. Εντεύθεν το κύρος και η αυθεντία των Πατέρων, άνευ των οποίων δεν συγκροτείται ορθόδοξος θεολογία. Ό,τι είπον αυτοί, ό,τι έζησαν, αποτελεί πραγματικότητα εν Πνεύματι Αγίω. Τότε είμεθα ορθόδοξοι, όταν ακολουθώμεν με συνέπειαν τους Πατέρας. Και όταν απομακρυνώμεθα απ’ αυτών, τότε προδίδομεν την ορθοδοξίαν, υπηρετούντες μόνον την υπερηφάνειαν μας, ήτις είναι ρυπαράς ψυχής ιδίωμα, και περί την πίστιν ναυαγούμεν. Το πνεύμα τούτο της υπερηφάνειας εισδύει κυρίως εις την επιφανειακήν μάθησιν — κατά το «η γνώσις φυσιοί» — διότι ουκ έστιν άλλως γενέσθαι. Τότε μόνον δεν παραρριπιζόμεθα υπό του πνεύματος αυτού, όταν η γνώσις έρχεται εκ των έσω, ως φυσική, το πρώτον, αποκάλυψις και είτα δια της ενεργείας του Θεού, ως υπερφυσική, και ήτις είναι προϊόν ψυχικής καθάρσεως εξ ασκήσεως, ην είχον πάντες οι Πατέρες.
Επειδή, λοιπόν, η άσκησις εγκατελείφθη υπό της σημερινής εκπροσωπήσεως της θεολογίας μας, κατ’ ανάγκην εστερήθη της εσωτερικής ταύτης γνώσεως και της ακολουθούσης ταπεινώσεως, δι’ ων πλησιάζοαεν και εννοούμεν τους Πατέρας, μείνασα μία σκιά μόνον θεολογίας, ένα πλάσμα ανθρώπινον, διαποικιλλόμενον με τους λόγους της «εν πειθοίς ανθρώπινης σοφίας». Η τοιαύτη θεολογία, αναμφιβόλως δεν πληροί τας απαιτήσεις της γνήσιας ορθοδόξου διδασκαλίας, εφ’ όσον αποτελεί «μόρφωσιν ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένη». Τίποτε δεν είναι τόσον επικίνδυνον δια τον χριστιανισμόν, όσον η νοθεία. Εκ της ασυνεπείας προς το ορθόδοξον πνεύμα, ούτινος εικόνας και εκώρασιν αποτελούν οι άγιοι Πατέρες, προήλθον πλάναι, παραποιήσεις, νέαι εντελώς και ξέναι μορφαί σκέψεως και ζωής, τόσον εν τη ατομική, όσον και εν τη εκκλησιαστική σφαίρα.
★ ★ ★
Δεν προτιθέμεθα ν’ ασχοληθώμεν ιδιαιτέρως επί του σχηματισμού πληθύος όλης θρησκευτικών οργανώσεων, εντός της μιας και αδιαιρέτου Εκκλησίας. Τούτο αντιλέγεται, ως προς την κανονικήν θεμελίωσιν των οργανώσεων, λόγω του «μερισμού», ον προκαλεί. Άλλοι κατηγορούσιν αυτάς, ως εξωεκκλησιαστικάς κινήσεις, άλλοι υπεραμύνονται αυτών, ως εκφραστικών της φυσιολογίας της Εκκλησίας. Δεν συμφωνούμεν με τας απόψεις αυτάς. Συντρεχόντων τινών παραγόντων, αι ιδιωτικαί πρωτοβουλίαι, δεν αντίκεινται εις το πνεύμα της ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι Ι. Κανόνες, οίτινες είσι τα μόνα κριτήρια εκτιμήσεως των τοιούτων εκδηλώσεων, είναι σαφείς. Ο Επίσκοπος είναι η εκκλησιαστική αρχή, εξ ης απορρέουν αι λοιπαί εξουσίαι και αρμοδιότητες. Του Επισκόπου εγκρίνοντος, αυτομάτως αι κινήσεις αυταί περιβάλλονται δι’ εκκλησιαστικού κύρους, όπως αντιθέτως, στερούμεναι του κύρους τούτου, εκπίπτουν της κανο- νικότητος.
Μολοντούτο, εις τας εξ ιδιωτικής πρωτοβουλίας οργανώσεις, παρομαρτεί κατ’ αρχάς τάσις τις ανεξαρτητοποιήσεως από του οικείου Επισκόπου, καθιστάμενη αργότερον προφανής. Εντεύθεν ακολουθεί ο κίνδυνος του «μερισμού» εις Παυλιανούς, του Κηφά, Απολλώ και του Χριστού. Η διακοπή της ουσιαστικής επαφής μετά του Επισκόπου συνήθως είναι μοιραία, δια τον λόγον της διαφοράς αντιλήψεων των ηγουμένων των κινήσεων τούτων, ως φορέων ιδίων γραμμών. Εις το σημείον τούτο υπολανθάνει σχίσμα, όπερ η Εκκλησία το αντιπαρέρχεται σιωπηρώς, δια λόγους οικονομίας. Αλλ’ αι αντιθέσεις και αι διαφοραί δεν μένουσιν άνευ εκδηλώσεων—που μεν ηπίων, που δε οξυτέρων.
Αι κινήσεις αυταί κατευθύνονται συνήθως υπό λαϊκών ή κληρικών θεολόγων. Η έλλειψις του υπευθύνου εκκλησιαστικού πνεύματος είναι κατάδηλος εις αυτάς, κυριαρχούσης πολυμερείας τινός, εξ αφορμής των τάσεων συνδυασμού θρησκευτικού μετά κοσμικών στοιχείων, ενός κράματος νεοφανούς, εις το οποίον δεν είναι πολύ δύσκολου να διΐδη τις προτεσταντικάς επιδράσεις, ων κύριαι μορφαί είναι αι εξής:
1) Η λήθη, αίφνης, εις ην έρριψαν τους μυστικούς ή ασκητικούς λεγομένους Πατέρας, ή η παραθεώρησις του ασκητικού μέρους της διδασκαλίας των «κοινωνικών», ας είπωμεν, Πατέρων πιστοποιούν ότι απεμακρύνθησαν από του ορθοδόξου βιώματος των, και αντί να στραφούν εις την καλλιέργειαν της εσωτερικότητας, κινούνται εις μίαν επιφάνειαν νοησιαρχικήν. Άφησαν, δηλονότι, την πολύμοχθον προσπάθειαν ανορύξεως των υπό τους πόδας των θησαυρών — κατά ένα ωραίον σχήμα φίλου μου ερημίτου — και φυτεύουν κρεμμύδια επί της επιφανείας των.
2) Η προς τον Μοναχισμόν εχθρότης, ήτις αποτελεί την πλέον εκφραστικήν της ορθοδόξου ουσίας μορφήν, και η απέχθεια προς παν είδος ασκήσεως, δι’ ων διακρίνονται αι θρησκευτικαί αυταί κινήσεις, είναι προϊόν καθαρώς προτεσταντικόν, όπερ δορυφορείται υπό εσμού αντορθοδόξων συνεπειών εν τη προσωπική εκάστου βιώσει. Παρ’ ημίν τοις Ορθοδόξοις η ασκητική αγωγή κατέχει θεμελιώδη θέσιν. Η αγιότης, ήτις αποτελεί το ιδεώδες της ορθοδοξίας, μόνον δι’ αυτής επιτυγχάνεται και δι’ αυτής εννοούμεν άπασαν την ηθικήν διδασκαλίαν της Εκκλησίας. Δια της αγιότητας κοινωνούμεν προς την Πνεύματικότητα των Πατέρων και ενούμεθα με τον Χριστόν «εν αισθήσει καρδίας», δια κατανύξεως, πένθους χαροποιού, χαράς Πνεύματικής, ταπεινώσεως, ελπίδος, πίστεως και αγάπης, ων χωρίς, ουδείς όψεται τον Κύριον.
3) Ο ασκούμενος δημόσιος έλεγχος, κατά του ανωτέρου κλήρου, αποτελεί μορφήν αντορθόδοξον, προελθούσαν εκ των καθαρώς προτεσταντικών τάσεων εξισώσεως κλήρου και λαού. Η μη επίγνωσις των οικείων αμαρτημάτων, η έλλειψις αγάπης και ταπεινώσεως, η φυσιούσα εξωτερική γνώσις, η κρυπτή ενέργεια της υπερηφάνειας, δι’ ης ασέμνως σεμνυνόμεθα, ότι ουκ εσμέν ως οι λοιποί, η απουσία βαθύτητας Πνεύματικής ζωής, η άγνοια των Πατέρων και άλλοι πλείστοι λόγοι, άγουν εις την πεπλανημένην αντίληψιν, ότι δικαιούμεθα να ασκώμεν δημόσιον έλεγχον επί των λειτουργών της Εκκλησίας. Η εκ των κάτω ασκουμένη κριτική επί του ιδιωτικού βίου των κληρικών και αντευαγγελική είναι, αλλά και πρακτικώς ασύμφορος. Διότι το μόνον, όπερ επιτυγχάνεται είναι η φθορά των ελεγχόντων και ο επηρεασμός των πολλών εις βάρος του κλήρου, δι’ ον λόγον ωθούνται εις το αμαρτάνειν αφόβως, επί τη προφάσει, ότι «εφ όσον οι κληρικοί…». Δυνατόν τινές εκ της τάξεως του κλήρου, να αποβαίνουν φορείς σκανδάλου, αλλά η χριστιανική αντιμετώπισίς του δεν ευοδούται δια του δημοσίου ελέγχου, και μάλιστα υπό υποδεεστέρων ιεραρχικώς, αλλά δι’ εντοπισμού του σκανδάλου, ίνα μη εξαπλούται το κέρδος, του τα σκάνδαλα εν τω κόσμω εισάγοντος εχθρού της Εκκλησίας. Αλλά ο λαός σκανδαλίζεται. Ναι, αλλά πρέπει να μάθη τα οικεία όρια και ότι σκανδαλιζόμενος προδίδει νόσον ψυχικήν. Αντί, λοιπόν, να αναξέεται η πληγή, φιλάνθρωπον είναι να μεριμνώμεν δια την θεραπείαν. Τα σκάνδαλα ευρίσκονται εν τη οικονομία του Θεού. «Αναγκαίον ουν ελθείν…». Η σοφία κείται, εις το πως δια των σκανδάλων να οικοδομούμεθα και να γινώμεθα περί πάντας αγαθοί. Σημειούμεν το κακόν τούτο, ως απότοκον κυρίως προτεσταντικού φιλελευθερισμού. Το πράγμα, βεβαίως, αλλάσσει όταν πρόκειται περί παραβάσεως Ι. Κανόνων και όταν ο έλεγχος ασκήται με αγάπην, γνώσιν και διάκρισιν. Επίσης ως τοιούτο χαρακτηρίζομεν, λεπτομερειακάς τινάς εκδηλώσεις, πλην λίαν εκφραστικάς, ως είναι οι περίφημοι «κύκλοι μελέτης της Γραφής». Δεν θα λησμονήσω τον σαρκασμόν αποδοκιμασίας Διαμαρτυρομένου τινός, προς ον αφηγούμην περιστατικόν τι, σχετικόν με τους «κύκλους» αυτούς. — Μα γιατί γελάτε; παρετήρησα. — Διότι έτσι μελετούμε εμείς (οι Προτεστάνται) την Γραφήν. Ωσαυτώς η τάσις μειώσεως της αξίας της Παναγίας, η οποία παρατηρείται εις μεγάλην θρησκευτικήν οργάνωσιν. Πλην, η ορθόδοξος ευλάβεια τιμά την Μητέρα του Θεού, καθ’ ον τρόπον μας παρέδωκεν η σοφία των Πατέρων. Και η θέσις της είναι τόσον υψηλή, ώστε να την θεωρούν ως «μετά Θεόν, Θεόν». Αντορθόδοξος ομοίως είναι και εξυπηρετική δια τους προτεστάντας η άποψις άλλης οργανώσεως, καθ’ ην οι Πατέρες δεν είπον την τελευταίαν λέξιν, προφανώς δια να την είπουν αυτοί. Αλλά περί ταύτα θα ασχοληθώμεν εις άλλο άρθρον, ως και περί της αντιΠνευματικής εκκλησιαστικής μουσικής και της αγιογραφίας, η σημερινή κατάπτωσις των οποίων σχετίζεται αμέσως με την απομάκρυνσιν εκ της ορθοδόξου παραδόσεως.
★ ★ ★
Κατακλείοντες, εκφράζομεν την ευχήν, όπως η Εκκλησία συντονίση τας εαυτής προσπάθειας προς καταπολέμησιν, των ων εμνημονεύσαμεν εχθρών της, και πρώτη αυτή δώση το παράδειγμα του σεβασμού προς τας I. Παραδόσεις και οικειωθή το ταπεινόν και ασκητικόν πνεύμα των αγίων Πατέρων, ούτινος άνευ, είναι αδύνατον να εκπληρωσή την θείαν επί γης αποστολήν της. Η Εκκλησία μας είναι η μόνη ελπίς μας, η οδός και η ζωή μας, διότι κεφαλή αυτής είναι ο Χριστός. Να καταβληθή είναι αδύνατον. Να πλανηθή από της αληθείας, και τούτο αδύνατον. Δυνατόν όμως είναι να χάνη ψυχάς εξ ολιγωρίας, και τούτο δέον όπως την απασχολήση, διότι «ο καιρός είναι συνεσταλμένος και αι ημέραι πονηραί». Εις κλύδωνας ταλαιπωρούμενα. Αλλά «μαινέσθω η θάλασσα, μαινέσθω· το πλοίον του Ιησού ου δύναται βυθισθήναι».
ΑΘΩΝΙΚΑ ΑΝΘΗ – ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ
Επί τη χιλιετηρίδι του Αγίου Όρους
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ “ΑΣΤΗΡ – ΑΛ. & Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ – ΑΘΗΝΑΙ 1962
(Αποσπάσματα από σελ.246-263)
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
πηγή: entaksis.gr
https://makkavaios.blogspot.com