Βίος του Οσίου Πατρός ημών Ξενοφώντος και της Συνοδείας αυτού
Βίος[1] του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Ξενοφώντος Σαββαΐτου και της Συνοδείας αυτού
Και γην λιπόντας τους περί Ξενοφώντα,
Αβρά ξενίζω του λόγου πανδαισία.
Παισίν αμ’ ηδ’ αλόχω Ξενοφών θάνεν εικάδι έκτη.
Και γην λιπόντας τους περί Ξενοφώντα,
Αβρά ξενίζω του λόγου πανδαισία.
Παισίν αμ’ ηδ’ αλόχω Ξενοφών θάνεν εικάδι έκτη.
Ο Όσιος πατήρ ημών Ξενοφών έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού[2], η πατρίδα του ήταν η βασιλίδα των πόλεων, η Κωνσταντινούπολη, και ήταν άντρας πλούσιος και ευγενής που απέπνεε την ευσέβεια προς τον Θεό. Είχε δε και μία σύζυγο τη Μαρία, όμοια στην αρετή μ’ εκείνον και δύο γιους τον Αρκάδιο και τον Ιωάννη, τους οποίους έστειλε στη Βηρυττό, μια που εκεί ήταν τότε τα σχολεία, για να μάθουν τους νόμους και ν’ ασκηθούν. Εκεί λοιπόν αυτοί οι νέοι μάθαιναν τα γράμματα και είχαν μεγάλη φήμη για τις αρετές τους.
Κατά την εποχή εκείνη ασθένησε ο Ξενοφών και προσκάλεσε τα παιδιά του και τους είπε: «παιδιά μου, εγώ ίσως πεθάνω· γνωρίζετε καλά ότι υπήρξα αγαπητός σε όλους για τις αρετές μου· ποτέ δεν εξέβρισα κανέναν, ούτε κορόιδεψα, ούτε οργίσθηκα, ούτε κατέκρινα, ούτε φθόνησα, ούτε ζημίωσα ή πίκρανα κανέναν στο ελάχιστο. Δεν παραμελούσα την εκκλησιαστική ακολουθία ούτε έδιωξα ποτέ ξένο ή φτωχό από το σπίτι μου, αλλά έδινα σε όλους το κατά δύναμιν. Δεν επιθύμησα ποτέ ομορφιά γυναίκας, ούτε γνώρισα άλλη εκτός από τη μητέρα σας, μέχρι τη στιγμή που γεννηθήκατε εσείς και έκτοτε με κοινή συμφωνία ζούμε εν παρθενία για τον Κύριο· την ορθόδοξη πίστη μου φρόντισα και διατήρησα μέχρι θανάτου· αυτά λοιπόν σας παρακαλώ να κάνετε κι εσείς, αν θέλετε να σας ευλογήσει ο Θεός για να ζήσετε πολλά χρόνια. Να βοηθάτε τις χήρες και τα ορφανά· να τιμάτε τους ιερωμένους· να επισκέπτεσθε τους ασθενείς. Να αντιλαμβάνεσθε αυτά που έχουν ειπωθεί. Να θυμάστε και να ευλαβείστε τους ασκητές στα όρη, στις σπηλιές και στις οπές της γης, γιατί χάριν αυτών ελεεί ο Κύριος τον κόσμο. Δεν έλειψε ποτέ τράπεζα καλογερική από το σπίτι μου, όπως γνωρίζετε. Τα μοναστήρια να προστατεύετε, να μην απουσιάζετε από την Εκκλησία, να τιμάτε τη μητέρα σας και να την υπακούτε σ’ ότι σας λέει με σεβασμό κι ευλάβεια, γιατί κι εκείνη τις εντολές του Κυρίου ακολουθεί. Τους υπηρέτες σας να τους αγαπάτε σαν παιδιά σας και όσοι γεράσουν να τους φροντίζετε και να τους τρέφετε μέχρι το θάνατό τους. Έχετε πλούτο όσο χρειάζεστε, τίποτε δεν σας λείπει στον πρόσκαιρο αυτό κόσμο και αν ποθείτε να κληρονομήσετε και τη Βασιλεία των Ουρανών, τότε να φυλάξετε όλες τις εντολές του Θεού, όπως βλέπατε να κάνω κι εγώ».
Αυτά και άλλα πολλά έλεγε ο άγιος γέροντας, όχι φαρισαϊκά αλλά για να νουθετήσει τα παιδιά του κι εκείνα έκλαιγαν και οδύρονταν λέγοντας: «μη μας εγκαταλείπεις, πατέρα, αλλά παρακάλεσε το Θεό να ζήσεις λίγα ακόμη χρόνια, μέχρι να μας κάνεις ό,τι θέλεις εσύ». Εκείνος, με δάκρυα στα μάτια, τους άφησε να φύγουν και την επομένη το πρωί τους φώναξε πάλι και τους είπε: «από τη στιγμή που με θυμήθηκε ο Θεός κι έπεσα στο κρεβάτι, Τον παρακαλούσα να μου δώσει ζωή για σας, ώστε να σας αποκαταστήσω και να μη χρειάζεστε πια τη φροντίδα μου· κι αυτή τη νύχτα ο Θεός εκπλήρωσε το αίτημά μου, γιατί πρόσταξε να μείνω κι άλλο σ’ αυτόν τον κόσμο, μέχρι να ορίσει η βασιλεία Του». Ακούγοντας αυτά τα παιδιά του χάρηκαν πολύ και δόξασαν τον Θεό. Κι όταν ο πατέρας ανάρρωσε τους έστειλε πάλι στη Βυρηττό για να ολοκληρώσουν τα μαθήματά τους. Ναυάγησε όμως το πλοίο που τους πήγαινε εκεί, κι εκείνοι με δάκρυα προσεύχονταν επικαλούμενοι τον Θεό και τους Αγίους Του να τους βοηθήσουν, ως εξής: «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, Θεέ παντοδύναμε, επίβλεψον στη θλίψη μας και λύτρωσέ μας από τον κίνδυνο, για να μπορέσουμε κι εμείς να κάνουμε το θέλημά σου και να αξιωθούμε της Βασιλείας σου· μνήσθητι, Κύριε, τα έργα των γονέων μας και μη μας καλέσεις κοντά σου στα μισά των ημερών μας, αλλά αξίωσέ μας να ζήσουμε κατά το θέλημά σου οι δούλοι σου».
Τότε οι ναύτες, βλέποντας τον κίνδυνο, μπήκαν στη λέμβο για να σωθούν. Τα παιδιά βλέποντας την πλήρη εγκατάλειψη του πλοίου, αλληλοσυγχωρέθηκαν και έκλαιγαν αγκαλιασμένοι λέγοντας: «Σώζεσθε, δούλοι και πάντες οι του σπιτιού μας. Σώζεσθε πολυαγαπημένοι γονείς. Να σωθείς κι εσύ αγαπημένε μου αδελφέ. Πού είναι τώρα τα πράγματα του πατέρα μας; Πού είναι η φιλόσοφη εκπαίδευση; Πού είναι τα έργα και οι αρετές των γονέων μας; Πού είναι οι προσευχές των μοναχών; Σε τίποτα δεν μέτρησαν; Όλα άκυρα έγιναν; Δεν βρέθηκε κάποιος άξιος του Θεού από τους φίλους και τους δούλους Του, τους οποίους φιλοξένησαν οι γονείς μας, ώστε με τις προσευχές τους να μας σώσει ο Κύριος; Ναι, αδελφέ μου, όλοι είναι καλοί και άξιοι, αλλά εμείς είμαστε ανάξιοι αυτής της ζωής. Οι αμαρτίες μας εξαφάνισαν τις αρετές των γονέων μας, γι’ αυτό μας εγκατέλειψε ο Θεός». Λέγοντας αυτά και άλλα πολλά, ασπάστηκαν ο ένας τον άλλο και τότε το πλοίο σχίστηκε στα δύο. Αυτοί δε, πιάνοντας ο καθένας από ένα κομμάτι ξύλου, επέπλεαν πάνω σ’ αυτό όπως μπορούσαν και κυβερνημένοι από τη Χάρη του Θεού, βγήκαν στα μέρη της Τύρου, ο μεν Ιωάννης στην Μεληφθά, ο δε Αρκάδιος στην Τετραπυργία.
Αφού λοιπόν βγήκε από τη θάλασσα ο Ιωάννης μονολογούσε: «πού να πάω τώρα γυμνός, να περάσω το υπόλοιπο της ζωής; Δοξασμένο να είναι το όνομα του Θεού! Καλύτερα να έχω πτωχεία και ταπείνωση, παρά ζωή πλούσια και μάταιη. Γι’ αυτό δεν επάκουσε ο Θεός τη δέησή μας, γιατί γνωρίζει, σαν αγαθός, ποιο είναι το συμφέρον του καθενός μας και όλα τα οικονομεί με σοφία και πρόνοια. Εμείς όμως, στην άγνοιά μας, Του ζητούμε πράγματα ανώφελα· πάντα όμως η Χάρις Του μάς δίνει τα ψυχωφελή και τα πρέποντα! Ας πάω να ησυχάσω σ’ ένα μοναστήρι». Μετά από αυτή την ευχαριστία προς τον Κύριο, προσευχήθηκε και για τον Αρκάδιο, δεόμενος στο Θεό να τον λυτρώσει κι αυτόν και να του δώσει αγαθό λογισμό, ώστε να γίνει μοναχός. Περπατώντας λοιπόν σ’ εκείνα τα μέρη βρίσκει ένα μοναστήρι και αφού χτύπησε την πόρτα ήρθε ο θυρωρός και βλέποντάς τον γυμνό, άνοιξε την πόρτα και τον έντυσε με ράσα. Κατόπιν του έστρωσε το τραπέζι, τον περιποιήθηκε κι αφού απόφαγε τον ρώτησε από πού ήταν. Εκείνος αποκρίθηκε: «είμαι άνθρωπος ξένος, που ναυάγησε και σώθηκε με τις ευχές της αγιοσύνης σας». Ο δε μοναχός έκλαψε για λίγο, με κατάνυξη στην καρδιά κι αφού δόξασε τον Θεό είπε στον Ιωάννη: «και τώρα, παιδί μου, πού θέλεις να πας;» Ο δε είπε: «θέλω, αν θέλει ο Κύριος, να γίνω μοναχός». Κι ο μοναχός του είπε: «στ’ αλήθεια, παιδί μου, διάλεξες καλό έργο, θα μιλήσω στον ηγούμενο κι ότι του νεύσει ο Θεός στην καρδιά του, αυτό να κάνεις και θα σωθείς». Ο ηγούμενος ακούγοντας, τον καθοδήγησε στις τάξεις της μοναχικής πολιτείας κι αφού τον σφράγισε με τον τίμιο Σταυρό, τον ενέδυσε με το άγιο σχήμα. Έμεινε εκεί ο Ιωάννης στο μοναστήρι, νηστεύοντας, αγρυπνώντας και προσευχόμενος πάντοτε· είχε όμως πολλή θλίψη για τον αδελφό του, νομίζοντας ότι πνίγηκε.
Ο δε Αρκάδιος, αφού βγήκε κι αυτός από τη θάλασσα, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσκύνησε τον Κύριο λέγοντας: «Σε ευχαριστώ, Θεέ του πατέρα και της μητέρας μου, που δεν με άφησες να καταποντισθώ, και παρακαλώ την ευσπλαχνία σου, όπως έσωσες εμένα, έτσι να σώσεις και τον αδελφό μου και να με αξιώσεις να τον δω πριν να πεθάνω». Αφού είπε αυτά έφυγε σε κάποια χώρα εκεί κοντά και του έδωσαν τροφή και ρούχα. Αφού έφαγε ξεκουράστηκε για λίγο· εκεί που κοιμόταν έξω από τον ναό βλέπει σε όραμα τον Ιωάννη να του λέει: «αδελφέ μου Αρκάδιε, γιατί κλαις για μένα;» κι αμέσως ξύπνησε και περιχαρής ευχαρίστησε τον Κύριο και σκεφτόταν αυτά: «Να επιστρέψω στα μαθήματά μου; Και ποιο το όφελος; Όλα αυτά είναι πρόσκαιρα και μάταια. Πάντοτε άκουγα τον πατέρα μου να επαινεί την αγγελική πολιτεία των μοναχών· λοιπόν, ας γίνω μοναχός και θα με βοηθήσει ο Κύριος». Λέγοντας λοιπόν την ευχή βάδιζε προς την Ιερουσαλήμ και φθάνοντας εκεί προσκύνησε τους Αγίους Τόπους· έπειτα πήγε να προσκυνήσει στα μοναστήρια και πέρασε από όλα.
Κάποια μέρα λοιπόν κι ενώ πορεύονταν ο Αρκάδιος συνάντησε κάποιον γέροντα άγιο και προορατικό κι αφού τον προσκύνησε του είπε: «Για το Θεό, πάτερ άγιε, παρακάλεσε τον Κύριο, γιατί είμαι σε μεγάλη θλίψη». Ο γέροντας του είπε: «μη λυπάσαι, τέκνο μου, γιατί ζει ο αδελφός σου· όλοι όσοι ήταν στο πλοίο σώθηκαν και έγιναν μοναχοί, το ίδιο και ο αδελφός σου, και πρόκειται να τον συναντήσεις όπως και τον πατέρα σου και τη μητέρα σου πριν πεθάνεις». Ακούγοντας αυτά ο Αρκάδιος ταράχθηκε από το προορατικό χάρισμα του ανδρός και πέφτοντας στα πόδια του, με δάκρυα τον παρακαλούσε λέγοντας: «αφού ο Θεός σου φανέρωσε τα πάντα για μένα, σε παρακαλώ, κάνε με μοναχό». Κι εκείνος είπε: «ευλογητός ο Κύριος, παιδί μου, ακολούθησέ με». Έφυγαν λοιπόν και πήγαν στον Μοναστήρι του Αγίου Σάββα κι έδωσε ο γέροντας στον Αρκάδιο το κελί του, στο οποίο κατοικούσε για 50 χρόνια, έμεινε δε μαζί του για ένα χρόνο διδάσκοντάς του τον κανόνα της μοναδικής πολιτείας· κατόπιν ο γέροντας έφυγε για την έρημο αφού αποχαιρέτισε τον Αρκάδιο κι αφού του υποσχέθηκε ότι θα επανέλθει μετά τρία χρόνια για να δει την πρόοδό του. Έμεινε λοιπόν στο κελί ο Αρκάδιος, κάνοντας με προθυμία όσα διδάχθηκε από τον Άγιο.
Πέρασαν δύο χρόνια και χωρίς να γνωρίζει ο Ξενοφών για το ναυάγιο των παιδιών του και μη έχοντας καμία πληροφορία από αυτούς, έστειλε άνθρωπο στη Βηρυττό, να μάθει πώς είναι. Ο απεσταλμένος πήγε κι αφού ερεύνησε με ακρίβεια πήρε την απάντηση ότι από τη στιγμή που έστειλε ο πατέρας τους και τους πήρε από εκεί, δεν επέστρεψαν. Οπότε αναχώρησε εκείνος από τη Βηρυττό για την Αθήνα, με σκοπό να ρωτήσει μήπως βρίσκονται εκεί. Πηγαίνοντας εκεί, κάποιο βράδυ έμεινε σ’ ένα ξενοδοχείο, στο οποίο βλέπει έναν σύνδουλό του με ράσο καλογερικό και τον ρώτησε ιδιαιτέρως λέγοντας: «εσύ δεν είσαι ο τάδε, ο οποίος πήγες με τα παιδιά του κυρίου μας στη Βηρυττο;» κι εκείνος είπε «ναι». Και του λέει ο απεσταλμένος: «και πού είναι τα παιδιά;» Τότε δάκρυσε ο μοναχός λέγοντας: «στη θάλασσα, πνίγηκαν, και νομίζω πως μόνον εγώ σώθηκα. Γι’ αυτό έγινα μοναχός, δεν θέλησα να γίνω άγγελος κακών των κυρίων μου, και να, πηγαίνω στα Ιεροσόλυμα».
Ακούγοντας αυτά ο απεσταλμένος έκλαψε λέγοντας: «αλίμονό μου, κύριοί μου! Ποιος να αναγγείλει στον πατέρα σας τον ξαφνικό και πριν την ώρα του θάνατό σας; Πώς να υποφέρει η μητέρα σας τον πόνο; Ποιος να κληρονομήσει τις αρετές και τον πλούτο τους; Ποιος να υποδέχεται τους ξένους, να ετοιμάζει τραπέζι στους φτωχούς και να επισκέπτεται τους φυλακισμένους; Ποιος να φροντίζει τις εκκλησίες και τα μοναστήρια; Αλίμονό μου, ο άθλιος! Όλοι οι φτωχοί φωνάξτε και θρηνείστε, γιατί χάθηκε η άνεση σας, σας άρπαξαν το θησαυρό σας και αφανίστηκε η χαρά σας. Αλίμονο σε μένα τον ταλαίπωρο, τι να κάνω; Να επιστρέψω στον κύριό μου; Και πώς να του αναγγείλω τέτοιο πικρότατο άγγελμα; Ποιος ν’ ακούσει τους στεναγμούς και τα δάκρυα φίλων και γειτόνων, τη λύπη του βασιλιά και των υπολοίπων αρχόντων του παλατιού και των συγγενών του κυρίου μου;» Αυτά και άλλα τέτοια μονολογούσε και τον παρηγορούσαν όσοι βρέθηκαν εκεί και του έλεγαν: «Σταμάτησε, αδελφέ, τον πολύ θρήνο, για να μην πεθάνεις από την πολύ λύπη. Αλλά πήγαινε και πες τα στον κύριό σου, μην τυχόν τα μάθει από άλλους και γι’ αυτό σε καταρασθεί και εξαφανισθείς από το βιβλίο των ζώντων». Δέχθηκε αυτές τις συμβουλές και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, κι αφού μπήκε στο σπίτι του κυρίου του καθόταν σκυθρωπός και λυπημένος.
Μόλις έμαθε η Μαρία ότι ήλθε ο δούλος, τον κάλεσε και τον ρώτησε πώς είναι τα παιδιά της. Εκείνος της είπε: «καλά είναι». Και του λέει: «πού είναι οι επιστολές, τις οποίες σου έδωσαν;» Κι εκείνος αποκρίθηκε: «στο δρόμο, καθώς ερχόμουν, τις έχασα». Τότε άρχισε να ταράζεται η καρδιά της και του λέει: «για όνομα του Θεού, πες μου όλη την αλήθεια». Και τότε έβαλε φωνή μεγάλη και είπε με δάκρυα στα μάτια: «αλίμονο, κυρία μου, γιατί έχασες το φως σου μέσα στη θάλασσα!» Εκείνη, μόλις το άκουσε αυτό, ευχαρίστησε το Θεό και είπε στο δούλο: «σώπασε και να μην το πεις σε κανέναν. Ο Θεός τα έδωσε, ο Θεός και τα πήρα· έτσι θέλησε ο Κύριος, έτσι και έγινε. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου, από του νυν και έως του αιώνος». Το απόγευμα ήρθε κι ο Ξενοφών από τα ανάκτορα συνοδευόμενος από πολλούς, κι αφού αποχαιρέτισε εκείνους που τον συνόδευαν, κάθισε να φάει, μια που αυτή ήταν η συνήθειά του, να τρώει μία φορά την ημέρα, το απόγευμα. Κάθισε λοιπόν στο τραπέζι και του είπε η γυναίκα του: «Κύριέ μου, ήλθε ο άνθρωπος που είχες στείλει στη Βηρυττό». Και ο άγιος Ξενοφών είπε: «Δόξα σοι ο Θεός, ας έλθει να τον ρωτήσω». Εκείνη του αποκρίθηκε: «Είναι πολύ κουρασμένος κι έπεσε να αναπαυθεί». Της λέει: «Φέρε μου τις επιστολές, να δω τι μας γράφουν τα παιδιά μας».
Εκείνη τότε, μη μπορώντας να κρατήσει τον πόνο της, δάκρυσε. Ο δε Ξενοφών της είπε: «Γιατί κλαις; Αρρώστησαν τα παιδιά μας;» Εκείνη απάντησε: «Μακάρι να ήταν άρρωστα· αλλά χάσαμε τα μαργαριτάρια μας στη θάλασσα». Τότε ο γέροντας αναστέναξε κι ευχαρίστησε το Θεό λέγοντας: «Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου. Μη λυπάσαι, κυρία μου, κι ο Θεός δεν άφησε να μου συμβεί τέτοια λύπη στα γηρατειά μου, μια που όπως νομίζω κράτησα όλες τις εντολές Του. Ας αγρυπνήσουμε αυτή τη νύχτα προσευχόμενοι και ας παρακαλέσουμε το Θεό να μας φανερώσει τι απέγιναν τα παιδιά μας». Προσευχόμενοι λοιπόν όλη τη νύχτα στα γόνατα, το πρωί λόγω κόπωσης αποκοιμήθηκαν και βλέπουν όραμα και οι δύο ότι τα παιδιά τους στέκονται μπροστά στο Χριστό και έχουν στα κεφάλια τους στέφανα λαμπρά και πολύτιμα. Και το στεφάνι του μεν Ιωάννη ήταν κοσμημένο με ανεκτίμητα πετράδια, του δε Αρκαδίου με λαμπρότατα αστέρια· και οι δύο δε κρατούσαν χρυσάφι στα χέρια τους. Μόλις ξύπνησαν διηγήθηκαν το όραμα ο ένας στον άλλο και είπε ο μακάριος Ξενοφών: «αλήθεια, γυναίκα, μεγάλης τιμής αξιώθηκαν οι γιοί μας και νομίζω ότι είναι στα Ιεροσόλυμα. Λοιπόν, ας πάμε να τους βρούμε και να προσκυνήσουμε και τους Αγίους Τόπους».
Αφού λοιπόν πήραν μαζί τους πολύ πλούτο, έφυγαν με μερικούς από τους υπηρέτες τους για την Αγία Πόλη· εκεί προσκύνησαν με ευλάβεια όλους τους τόπους εκείνους, δίνοντας παντού μεγάλη ελεημοσύνη και περιφερόμενοι ρωτούσαν και για τους γιούς τους, αλλά δεν μπόρεσαν να μάθουν τίποτε για κείνους. Βρήκαν όμως έναν από τους υπηρέτες, τον οποίον είχαν στείλει μαζί τους στη Βηρυττό, να φοράει ένδυμα μοναχού, κι αμέσως μόλις τον είδαν του έβαλαν μετάνοια. Εκείνος τους προσκύνησε λέγοντας: «μην κάνετε έτσι, κύριοί μου, μην βάζετε μετάνοια σ’ εμένα, τον υπηρέτη σας». Του λέει τότε ο άγιος Ξενοφών: «το σχήμα το άγιο που φοράς ετίμησα· και σε παρακαλώ μη λυπάσαι, αλλά πες μας τι απέγιναν τα παιδιά μας». Ο δε τους απάντησε: «δεν γνωρίζω· γιατί καθώς συνετρίβη το καράβι, ο καθένας φρόντιζε πώς να σωθεί ο ίδιος. Οπότε μόνον ο Θεός γνωρίζει αν ζουν ή αν πέθαναν». Τότε ο Ξενοφών θέλησε να πάει να προσκυνήσει και στα μέρη του Ιορδάνου και να μοιράσει και στους εκεί μοναχούς ελεημοσύνη.
Στο δρόμο λοιπόν, κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα, συνάντησαν τον γέροντα του Αρκαδίου, και αφού έπεσαν στα πόδια του, του ζητούσαν ευλογία. Εκείνος αφού τους ευχήθηκε τους λέει: «Τι ανάγκασε τον κύριο Ξενοφώντα και την κυρία Μαρία να έλθουν στα Ιεροσόλυμα; Ασφαλώς τίποτε άλλο παρά ο πόθος των παιδιών σας. Μη λυπάστε, προσθέτει ο γέροντας, γιατί τα παιδιά σας είναι ζωντανά κι ο Θεός θα σας φανερώσει τη δόξα τους. Πηγαίνετε όμως στον Ιορδάνη ποταμό, ως καλοί εργάτες του αμπελώνος Χριστού του Θεού, και όταν επιστρέψετε θα δείτε τα παιδιά σας». Τον αποχαιρέτισαν και έφυγαν, βαδίζοντας το δρόμο τους, ο δε άγιος γέροντας πορεύτηκε στα Ιεροσόλυμα κι αφού προσκύνησε κάθισε στο έδαφος, κοντά στο Γολγοθά, και να, κατ’ οικονομίαν Θεού, ο Ιωάννης, ο πρώτος γιος του Ξενοφώντα, ήλθε να προσκυνήσει κι αυτός τους Αγίους Τόπους. Μόλις είδε το γέροντα του έβαλε μετάνοια· κι εκείνος του ευχήθηκε λέγοντας: «πού ήσουν μέχρι τώρα, κυρ-Ιωάννη; Ήρθαν οι γονείς σου και σε γύρευαν, κι εσύ πάλι σίγουρα ήρθες γυρεύοντας τον αδελφό σου». Ο Ιωάννης τότε πέφτοντας στα γόνατα του γέροντα, λέει: «σε παρακαλώ, πάτερ Άγιε, πες μου για όνομα του Θεού, πού είναι ο αδελφός μου; Γιατί μέχρι σήμερα δεν με πληροφόρησε ο Κύριος αν ζει, μόνο σήμερα τ’ ακούω αυτό από το άγιό σου στόμα».
Ενώ τα έλεγε αυτά, να έρχεται και ο Αρκάδιος για να προσκυνήσει, και τόσο ήταν ταλαιπωρημένο το σώμα του από την πολλή εγκράτεια ώστε τα μάτια του είχαν βαθουλώσει· προσκύνησε τον άγιο γέροντα και είπε: «πάτερ τίμιε, άφησες το χωράφι σου τρία χρόνια τώρα που δεν το επισκέφτηκες και γέμισε αγκάθια· που σημαίνει ότι θα κοπιάσεις πάρα πολύ για να το καθαρίσεις». Κι εκείνος αποκρίθηκε: «καθημερινά, παιδί μου, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος επισκεπτόμουν αοράτως το χωράφι μου και ελπίζω στον Θεό ότι δεν έχει αγκάθια, αλλά καλούς καρπούς, από τους οποίους τρώει και πίνει ο βασιλεύς Χριστός και ευφραίνεται». Αφού κάθισαν και αυτοί ρώτησε ο γέροντας τον Ιωάννη να πει ποια είναι η πατρίδα του. Εκείνος αποκρίθηκε: «ξένος και αμαρτωλός είμαι, πάτερ τίμιε, και παρακαλώ τον Θεό, να με ελεήσει με τις ευχές σας». «Την πατρίδα σου πες μας, αυτή στην οποία γεννήθηκες, την ανατροφή σου και τη γενιά σου, κι έτσι θα δοξασθεί ο Θεός». Τότε ο Ιωάννης διηγήθηκε τα πάντα· μη μπορώντας ο Αρκάδιος να κρατήσει τα δάκρυά του σηκώθηκε και λέει στο γέροντα: «αυτός είναι ο αδελφός μου!» Κι εκείνος αποκρίθηκε: «Παιδί μου, εγώ το γνώριζα αυτό, αλλά δεν ήθελα να σας το πω, μέχρι να αναγνωριστείτε μόνοι σας». Τότε, με προσταγή του γέροντα, αγκαλιάστηκαν και ασπάσθηκαν μεταξύ τους ευχαριστώντας τον Θεό, που τους αξίωσε να δουν ο ένας τον άλλο με αυτό το μοναχικό σχήμα.
Ύστερα από δύο ημέρες ήλθαν και οι γονείς τους από τον Ιορδάνη με πολλή παρρησία και συνοδεία ανθρώπων και αφού προσκύνησαν τον Άγιον Τάφον και τον Γολγοθά έριξαν κι εκεί πολλά φλουριά και βγαίνοντας από τον ναό βλέπουν τον άγιο γέροντα και τον προσκυνούν, λέγοντάς του τα εξής: «Στο όνομα του Κυρίου, εκπλήρωσε την υπόσχεσή σου και δείξε μας τα παιδιά μας». Κι ενώ εκείνα παρευρίσκοντο εκεί, τα πρόσταξε να μη μιλήσουν καθόλου· γιατί οι γονείς τους δεν τα αναγνώρισαν καθόλου μια που από την πολλή εγκράτεια είχαν αλλοιωθεί τα χαρακτηριστικά τους. Έτσι ο γέροντας είπε στους γονείς: «πηγαίνετε να ετοιμάσετε πλούσιο τραπέζι να μας φιλεύσετε μαζί με αυτούς τους μαθητές μου και εκεί θα σας πω πού είναι τα παιδιά σας». Ο Ξενοφών χάρηκε πολύ και φεύγοντας ετοίμασε την τράπεζα. Ο γέροντας είπε στα παιδιά: «ας πάμε, παιδιά μου, στην αγάπη του πατέρα σας, αυτό δεν σας βλάπτει· μόνο να φυλάγεστε και να μην μιλήσετε καθόλου μέχρι να σας πω· μάθετε δε κι αυτό, ότι όσους κόπους κι αν κάνετε δεν φθάνετε στα μέτρα των γονέων σας, γιατί ακόμη και να μιλήσει κανείς μαζί τους οφελείται».
Πήγαν λοιπόν και οι τρεις εκεί που ήταν ο Ξενοφών, ο οποίος τους δέχθηκε σαν αγγέλους του Θεού και αφού κάθισαν έτρωγαν όλοι μαζί. Ο δε Ξενοφών είπε: «πώς είναι τα παιδιά μας, τίμιε Πάτερ;» Εκείνος απάντησε: «καλά είναι και αγωνίζονται να σωθούν». Είπαν οι γονείς: «ας τους αναδείξει ο Θεός άξιους εργάτες του αμπελώνα του, για να λυτρώσουν κι εμάς από το αιώνιο πυρ της κολάσεως». Βλέποντας δε ο Ξενοφών τη θαυμαστή ευταξία, τα χρηστά ήθη και την ευλάβεια των δύο μοναχών, είπε στο γέροντα: «στ’ αλήθεια, τίμιε Πάτερ, έχεις καλούς μαθητές και η ψυχή μου πολύ τους αγάπησε και βλέπω ότι είναι άξιοι του Θεού, αλλά να παρακαλάς τον Κύριο να γίνουν όμοιά τους και τα παιδιά μας.» Κι ο γέροντας είπε: «Αμήν». Έπειτα λέει προς τον Αρκάδιο: «πες μου, από ποιο μέρος είσαι και ποιων γονέων γιος είσαι;» Εκείνος αποκρίθηκε: «εγώ, τίμιε Πάτερ, ήμουν από την Κωνσταντινούπολη, γιος πλούσιων γονέων, ο δε πατέρας μου ήταν συγκλητικός· είχα δε κι έναν άλλο αδελφό, μαζί με τον οποίο μας έστειλαν οι γονείς μας στη Βηρυττό, για να τελειώσουμε τις σπουδές μας· ενώ όμως πλέαμε συνετρίβη το πλοίο και εγώ σώθηκα με τη βοήθεια του Θεού με ένα σανίδι». Αφού άκουσαν αυτά οι γονείς, δεν περίμεναν να τελειώσει τα υπόλοιπα· αλλά σηκώθηκαν με δάκρυα και τους αγκάλιαζαν λέγοντας: «αυτά είναι τα παιδιά μας, τίμιε Πάτερ! Και σε παρακαλούμε, σήκω να αποδώσουμε δόξα στο Θεό, διότι τα βρήκαμε, παρακάλεσε δε τον Κύριο να σπλαχνιστεί κι εμάς τους αμαρτωλούς και να μας αξιώσει της Βασιλείας Του».
Τότε ο γέροντας σηκώθηκε κι έκανε μεγάλη ευχή κι ευχαριστία προς τον Κύριον· έπειτα παρακάλεσαν τον Όσιο ο Ξενοφών και η Μαρία και τους ενέδυσε με το άγιο σχήμα, τους παρήγγειλε δε να μην ιδωθούν ξανά για όλη τους τη ζωή. Μετά από αυτά οι δύο αδελφοί αποχαιρέτησαν τους γονείς τους και ακολούθησαν τον γέροντα στην έρημο, στην οποία και παρέμειναν ασκούμενοι μέχρι το τέλος της ζωής τους. Αξιώθηκαν δε από τον Θεό να θεραπεύουν κάθε ασθένεια όσων έρχονταν σ’ αυτούς και έλαβαν και προορατικό χάρισμα· έτσι καλώς αγωνιζόμενοι ετελειώθησαν εν Κυρίω. Ο πατέρας τους έστειλε πληρεξούσιο και πούλησε όλα τα υπάρχοντά του, κινητά και ακίνητα, και τα μοίρασε στους φτωχούς· ελευθέρωσε όλους τους δούλους του δίνοντάς τους πλούσια χαρίσματα· τη δε σύζυγό του την έβαλε σε ένα γυναικείο μοναστήρι, κι εκείνη αγωνίστηκε καλώς και ευαρέστησε τον Θεό, κι έφθασε σε μέτρα Αγίων, διότι αφού σε πολλούς τυφλούς και δαιμονισμένους έδωσε την ίαση, αναπαύτηκε εν Κυρίω. Τέλος ο άγιος Ξενοφών αφού ενεδύθηκε τριχίνα έφυγε στην έρημο[3], όπου έζησε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του[4], κι αφού αξιώθηκε μεγάλων μυστηρίων και προορατικού χαρίσματος, κατόπιν αναπαύτηκε κι αυτός εν Κυρίω, γύρω στις αρχές του έκτου αιώνος.
[1] Μέγας Συναξαριστής Βίκτωρος Ματθαίου, Έκδοσις Β’ 1956. Ο Ελληνικός βίος αυτών σώζεται στη Μεγίστη Λαύρα και στην ιερά μονή των Ιβήρων, και αρχίζει ως εξής: «Ξενοφών ο θαυμάσιος». Στην προαναφερομένη Μεγίστη Λαύρα, σώζεται και άλλος βίος αυτών, του οποίου η αρχή είναι: «Διηγήσατό τις μέγας γέρων». Εδώ καταχωρείται διασκευασμένος από το «Εκλόγιο», Αγαπίου του Κρητός.
[2] Ο οποίος βασίλευσε κατά τα έτη φκζ’-φξε’ (527-565)
[3] Της Ιουδαίας, κοντά στη Λαύρα του Σάββα του Ηγιασμένου
[4] Εντός σπηλαίου πάνω από τον Χείμαρρο των Κέδρων νότια της Λαύρας
[2] Ο οποίος βασίλευσε κατά τα έτη φκζ’-φξε’ (527-565)
[3] Της Ιουδαίας, κοντά στη Λαύρα του Σάββα του Ηγιασμένου
[4] Εντός σπηλαίου πάνω από τον Χείμαρρο των Κέδρων νότια της Λαύρας
Έκδοσις Ιεράς Λαύρας Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου
Απόδοση στα Νέα Ελληνικά
Ιερά Μονή Παντοκράτορος
Απόδοση στα Νέα Ελληνικά
Ιερά Μονή Παντοκράτορος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.