Η ακητική μέθοδος στην Ορθοδοξία και οι Οικουμενικοί Διάλογοι
Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ
(ΜΕΡΟΣ Α΄)
Ἐν Πειραιεῖ 18-11-2013
Ἐν Πειραιεῖ 18-11-2013
πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τά τελευταία ἑκατόν πενήντα (150) χρόνια ἔγιναν πολλές προσπάθειες, ἐκδηλώσεις καί οἰκουμενικοί διάλογοι τόσο πολιτικοί ὅσο καί θρησκευτικοί-θεολογικοί, γιά νά μπορέσουν οἱ θρησκεῖες καί οἱ χριστιανικές αἱρέσεις νά ἑνωθοῦν σέ μία ποίμνη, σύμφωνα μέ τό εὐαγγελικό «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» καί «ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν»[1].
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἔχει καμμία σχέση μέ αἱρέσεις καί θρησκεῖες.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, εἶναι ἡ μοναδική, ἀνεπανάληπτη καί ἱστορική Ἐκκλησία, εἶναι καθαρή, ἁγνή και ἄμωμος, πού προσεύχεται γιά τήν ἑνότητα τοῦ σύμπαντος κόσμου, θέλοντας νά καταλήξει ἡ σύμπασα κτίση καί δημιουργία μέσα στήν Ἁγία Τριάδα.
Βέβαια, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι κατά κύριο λόγο θρησκεία, ἀλλά ἀποκάλυψη. Οὔτε εἶναι χριστιανική αἵρεση. Θρησκεία εἶναι μία ἀνθρωποκεντρική προσπάθεια ἐξευμενίσεως τοῦ Θεοῦ ἤ τῶν ὁποιωνδήποτε θεῶν, γιά νά νοιώθει ὁ ἑκάστοτε ἄνθρωπος ἀσφάλεια καί ψυχολογική εἰρήνη καί γιά νά νικήσει τελικά τόν θάνατο. Θρησκεία, ἐπίσης, εἶναι ἡ ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης τοῦ προσβληθέντος ἐγωισμοῦ τοῦ δίκαιου Θεοῦ ἀπό τήν παρακοή τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας καί ἐν συνέχεια ὅλου του ἀνθρωπίνου γένους. Θρησκεία εἶναι τό φαινόμενο τῆς κινήσεως τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ἀναζητᾶ τόν Θεό. «Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, δέν προτάσσει τήν κίνηση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, ἀλλά τήν κίνηση τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Δέν οἰκοδομεῖται μέ τή θρησκευτική ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, πού προσκαλεῖ τόν ἄνθρωπο σέ ἀνάλογη τοποθέτηση ἀπέναντί του. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανισμός εἶναι ἀποκάλυψη καί ὄχι θρησκεία. Ἀλλά, ἤδη, μέ τήν τοποθέτηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ παρουσιάζεται καί τό φαινόμενο τῆς θρησκείας. Τό χαρακτηριστικό, ὅμως, στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ὅτι ἡ θρησκεία προβάλλει ὡς δευτερογενές φαινόμενο. Δέν εἶναι, πλέον, ἡ κίνηση γιά τήν εὕρεση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ προσπάθεια γιά τήν βίωση τῆς ἀποκαλύψεώς του»[2]. Ἄρα, ἡ Ὀρθοδοξία κατά πρῶτο λόγο, κατ’ ἀκρίβειαν εἶναι ἀποκάλυψη. Ἀποκαλύπτεται ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός μέσω τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι θρησκεία. Κατά δεύτερο λόγο, κατ’ οἰκονομίαν εἶναι θρησκεία. Ξεκαθαρίζοντας περεταίρω ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τήν ἔννοια τοῦ ὄρου «θρησκεία» σημειώνει ὅτι τό ὄνομα τῆς θρησκείας ἔλαβε τήν ἀρχή του ἀπό τούς Θράκες, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδή εἶχαν βαθύτερο σέβας καί περισσότερη δεισιδαιμονία στούς δαίμονες καί τά εἴδωλά τους, ἔδωσαν ἀφορμή καί στούς ἄλλους Ἕλληνες νά ὀνομάζουν θρησκεία τό σέβας πρός τά εἴδωλα, καθώς μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν λόγο του στά Φῶτα, λέγοντας˙ «οὐ Θρακῶν ὄργια ταῦτα, παρ’ὧν καί τό θρησκεύειν ὡς λόγος». Στούς παχυμερεῖς ὅρους τοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁρίζει τήν θρησκεία ὡς ἑξῆς˙ «θρησκείαν οἶδα καί τό δαιμόνων σέβας, ἡ δ’εὐσέβεια προσκύνησις Τριάδος». Ἔτσι ὁρίζει τήν θρησκεία καί τήν εὐσέβεια καί ὁ Βαρίνος, δανειζόμενος ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο θεολόγο. Ἀπό αὐτά τά λόγια, συνεχίζει ὁ ἅγιος Νικόδημος, συμπεραίνουμε ὅτι δέν κυριολεκτοῦν μερικοί διδάσκαλοι, ποῦ μεταχειρίζονται τό ὄνομα τῆς θρησκείας γιά τήν ἁγιώτατη εὐσέβεια καί πίστη μας, ἐπειδή αὐτό δόθηκε ἀπό τούς Ἕλληνες κατά κάποιο κυριώτερο τρόπο στούς μιαρούς δαίμονες καί δέν πρέπει νά εἰσάγεται στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Συνιστᾶ, τέλος, ὁ Ὅσιος ἀντί τοῦ ὀνόματος τῆς θρησκείας, νά εἶναι σέ χρήση τό ὄνομα τῆς πίστεως ἤ τῆς εὐσεβείας ἤ τῆς Ὀρθοδοξίας ἤ τῆς θεοσεβείας[3].
Χριστιανική αἵρεση εἶναι ἡ μερική ἤ καί ἡ ὁλοσχερής ἀναίρεση καί καθαίρεση τῆς ἀληθείας καί τῆς ἀγάπης τοῦ ἀληθινοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ἑπομένως, ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι ὀργάνωση οὔτε σωματεῖο οὔτε πολιτικό κόμμα οὔτε φιλοσοφία, ἀλλά εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, θεανθρώπινος ὀργανισμός. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ὁ λυτρωτής Χριστός, ἡ Μητέρα τοῦ λυτρωτοῦ Χριστοῦ καί οἱ φίλοι του λυτρωτοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἔχει καμμία σχέση μέ θρησκεῖες καί αἱρέσεις. Εἶναι τό Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ὀργανισμός θεανθρώπινος, Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, Παράδεισος ἐπίγειος καί ἐπουράνιος[4]. Σέ τελική ἀνάλυση ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι Βασιλεία, γεγονός τό ὁποῖο ὁμολογοῦμε ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι μέ τήν ἐναρκτήρια φράση τῆς Θείας Λειτουργίας, δηλ. μέ τό «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[5].
Ἡ οὐνιτικοῦ τύπου ψευδοένωση ὡς μέσον ἐπιβολῆς τῆς ἀντιχρίστου πανθρησκείας.
Δυστυχῶς, οἱ οἰκουμενικοί διάλογοι, πού ἔγιναν κυρίως στό δεύτερο μισό του 19ου αἰῶ., 1860 καί μετά, μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, βασίστηκαν σέ λανθασμένες θεολογικές καί ἐκκλησιαστικές προϋποθέσεις. Γι’αὐτό καί μᾶς ἀπογοήτευσαν καί δημιούργησαν σχίσματα, αἱρέσεις, πνευματική ἀνασφάλεια καί σύγχυση. Τώρα τελευταία προσπαθοῦν οἱ διάφορες αἱρέσεις νά μᾶς πείσουν ὅτι πρέπει νά κάνουμε μία παγκόσμια θρησκεία, ἕνα παγκόσμιο νόμισμα, μία παγκόσμια κυβέρνηση, μία παγκόσμια ἀστυνομία καί στρατό, γιά νά ἐπικρατήσει ἡ εἰρήνη, ἡ συναδέλφωση τῶν λαῶν, ἡ συγχώνευση τῶν πολιτισμῶν, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἰσότητα, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ἀγάπη. Πῶς θέλουν νά γίνει αὐτό πρακτικά καί ἀποτελεσματικά;
α) Πρῶτο στάδιο εἶναι ἡ ἕνωση ὅλων τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων καί τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν παπική αἵρεση κάτω ἀπό τήν ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ πάπα Ρώμης. Ἡ ἕνωση αὐτή θά εἶναι οὐνιτικοῦ τύπου, δηλ. ὁποιαδήποτε χριστιανική αἵρεση καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά κρατήσουμε τήν διοίκηση, τήν θεία λατρεία καί τά δόγματά μας, ὅπως ἐπιθυμοῦμε καί θέλουμε. Δέν χρειάζεται πλέον νά συμφωνήσουμε στά δόγματα, στή διοίκηση καί στή λατρεία. Ἀρκεῖ νά ἑνωθοῦμε μέ τόν παπισμό καί νά ἀναγνωρίσουμε τό πρωτεῖο ἐξουσίας καί τό ἀλάθητο τοῦ πάπα.
β) Δεύτερο στάδιο εἶναι ἡ ἕνωση τῆς Χριστιανικῆς πλέον Ἐκκλησίας μέ τίς λεγόμενες δῆθεν μονοθεϊστικές θρησκεῖες τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τοῦ Μωαμεθανισμοῦ κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ πάπα. Πῶς θά γίνει αὐτό; Ὅπως θά γίνει ἡ ἕνωση τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν παπισμό κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ πρωτείου καί τοῦ ἀλαθήτου του πάπα Ρώμης, διατηρώντας οἱ λεγόμενες δῆθεν μονοθεϊστικές θρησκεῖες τά δόγματα, τήν διοίκηση καί τήν λατρεία τους.
γ) Κατά τό τρίτο στάδιο πρέπει νά ἑνωθοῦν ὅλες οἱ θρησκεῖες, πού ὑπάρχουν στόν πλανήτη τῆς γῆς, μέ τό πρωτεῖο καί τό ἀλάθητο τοῦ πάπα Ρώμης, σύμφωνα πάλι μέ τήν ἕνωση οὐνιτικοῦ τύπου.
Ὅλ’ αὐτά πού γράψαμε ὡς τώρα, ὅσα δηλ. σχεδιάζουν οἱ παγκοσμιοποιητές καί οἱ οἰκουμενιστές ὅλων τῶν θρησκειῶν, ὅλων τῶν αἱρέσεων καί, δυστυχῶς, ἀκόμη καί βαπτισμένοι ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές, εἶναι δαιμόνων παίγνια καί παγίδες καί ἐντάσσονται στά σχέδια τῆς «Νέας Ἐποχῆς τοῦ Ὑδροχόου», δηλ. τοῦ Ἀντιχρίστου, τῆς «Νέας Τάξεως Πραγμάτων» καί τῆς παγκοσμιοποιήσεως.
Ὁ ἅγιος Γέρων Παΐσιος ὁ Καππαδόκης καί Ἁγιορείτης
Ὁ μακαριστός ἅγιος Γέρων Παΐσιος ὁ Καππαδόκης καί Ἁγιορείτης εἶπε κάποτε : «Ὁ διάβολος ἅπλωσε τρία πλοκάμια νά πιάσει ὅλο τόν κόσμο. Τούς πλουσίους νά τούς πιάσει μέ τή Μασονία, τούς πτωχούς μέ τόν κομμουνισμό καί τους θρησκευόμενους μέ τόν οἰκουμενισμό». Ὁ ἴδιος ἄλλοτε σέ συνάξεις μοναζουσῶν ἐπεσήμανε : «Οἰκουμενισμός καί Κοινή Ἀγορά, ἕνα κράτος μεγάλο, μία θρησκεία στά μέτρα τους. Αὐτά εἶναι σχέδια διαβόλων»[6].
Ὑπῆρξαν πράγματι καί παραδοσιακοί ἱεράρχες, ἱερεῖς, ἱεροδιάκονοι, μοναχοί καί λαϊκοί ὀρθόδοξοι χριστιανοί, πού ἀντιστάθηκαν καί ἀντιστέκονται σθεναρῶς, νηφαλίως, ἐπιστημονικῶς καί θεολογικῶς στά σχέδια τῶν παγκοσμιοποιητῶν καί τῶν οἰκουμενιστῶν τά τελευταία χρόνια. Ἔτσι, ἐμπόδισαν νά ἐφαρμοσθοῦν ἡ παγκοσμιοποίηση καί ὁ οἰκουμενισμός μέχρι σήμερα παγκοσμίως, πανελληνίως καί ἐνδοορθοδόξως.
Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, πανοσιολογιώτατος ἀρχιμανδρίτης π. Γεώργιος Καψάνης
Ἕνας ἀπό τούς καλυτέρους παραδοσιακούς ἀντιοικουμενιστές καί ἀντιπαγκοσμιοποιητές θεολόγους τοῦ εἰκοστοῦ (20οῦ) καί εἰκοστοῦ πρώτου (21ου) αἰῶ. εἶναι ὁ ἅγιος Γέρων πανοσιολογιώτατος ἀρχιμανδρίτης π. Γεώργιος Καψάνης, Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους.
Εἶναι γνωστός ὁ Γέρων Γεώργιος γιά τούς θεολογικούς, ἁγιορειτικούς καί ἐθνικούς ἀγῶνες του. Δέν θέλουμε νά προσκρούσουμε στήν ἐγνωσμένη του ταπείνωση καί θεῖο ἔρωτα, πού ἔχει πρός τόν Τριαδικό Θεό, τόν Χριστό, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τόν Τίμιο Πρόδρομο καί σέ ὅλους τους ἁγίους Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἰδίως στούς ἁγιορεῖτες Πατέρες. Ὁ Γέρων Γεώργιος εἶναι συνεχιστής, πρακτικός καί θεωρητικός, τῆς θεολογίας τοῦ μεγίστου πατρός τῆς Ὀρθοδοξίας ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀρχιεπισκόπου Θεσ/κης, τοῦ Ἁγιορείτου.
Ὁ Γέρων Γεώργιος, μελετώντας τόν οἰκουμενισμό καί τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶδε ὅτι αὐτά εἶναι ἀντίθετα καί συγκρούονται. Μάλιστα εἶδε ὅτι οἱ περισσότεροι θεολόγοι, πού ἀσχολοῦνται μέ τόν οἰκουμενισμό, δέν τονίζουν στά συγγράμματα καί τίς ὁμιλίες τούς τήν ἀσκητική μέθοδο τῆς Ὀρθοδοξίας ἐν σχέσει μέ τούς οἰκουμενικούς διαλόγους.
Γι’αὐτό κι ἐμεῖς στό θεολογικό αὐτό δοκίμιο θά ἀσχοληθοῦμε μέ τήν ἀσκητική μέθοδο τῆς Ὀρθοδοξίας ἐν σχέσει μέ τούς οἰκουμενικούς διαλόγους. Θά παρουσιάσουμε ἐν συντομία, ὅσο μποροῦμε βέβαια, τήν θεολογική εἰσήγηση τοῦ ἁγίου Γέροντος Γεωργίου Καψάνη μέ θέμα : «Ἡ ἄσκησις εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν»[7].
[1] Ἰω. 17, 11/21-22.
[2] Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Κοινωνιολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσ/κη 1999, σ. 165.
[3] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάςἐπιστολάς τῶν Ἀποστόλων Ἰακώβου, Πέτρου, Ἰωάννου καί Ἰούδα ,ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1986, σσ. 72-75.
[4] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Τό Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ˙ μία ὀρθόδοξος ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, μετάφραση Ι. Κ. Παπαδοπούλου, ἔκδ. Β΄, Πατριαρχικόν Ἴδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσ/κη 1981.
[5] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Διάταξις τῆς Θείας Λειτουργίας, PG. 63, 907.
[6] ΓΕΡΩΝ ΠΑÏΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Λόγοι, τ. Β΄, ἔκδ. Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσ/κης 1999,
σ. 176.
[7] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, «Ἡ ἄσκησις εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν», ἐν Θέματα ἐκκλησιολογίας καί ποιμαντικῆς, ἐκδ. Γ΄, Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1999, σσ. 63-90.
[1] Ἰω. 17, 11/21-22.
[2] Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Κοινωνιολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσ/κη 1999, σ. 165.
[3] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάςἐπιστολάς τῶν Ἀποστόλων Ἰακώβου, Πέτρου, Ἰωάννου καί Ἰούδα ,ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1986, σσ. 72-75.
[4] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Τό Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ˙ μία ὀρθόδοξος ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, μετάφραση Ι. Κ. Παπαδοπούλου, ἔκδ. Β΄, Πατριαρχικόν Ἴδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσ/κη 1981.
[5] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Διάταξις τῆς Θείας Λειτουργίας, PG. 63, 907.
[6] ΓΕΡΩΝ ΠΑÏΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Λόγοι, τ. Β΄, ἔκδ. Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσ/κης 1999,
σ. 176.
[7] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, «Ἡ ἄσκησις εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν», ἐν Θέματα ἐκκλησιολογίας καί ποιμαντικῆς, ἐκδ. Γ΄, Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1999, σσ. 63-90.
πηγή: http://impantokratoros.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.