Χειμερινή παραμυθία…

Καί κάθε βράδυ, πού περνῶ,
τό φῶς αὐτό μοῦ μοιάζει
σάν ἕνα βλέμμα φωτεινό
βαλμένο ἐκεῖ ἀπ᾿ τόν οὐρανό
νά μᾶς κοιτάζει.

Κι ἔτσι, μέσ᾿ ἀπ᾿ τά κλαριά,
ποὖναι γερμένα ἐμπρός του,
τό βλέπω πάντα ἀπό μακριά
καί μοὖναι σάν παρηγοριά
τό δειλό φῶς του.

Γιά ἕνα ἐκκλησάκι κάνει λόγο ὁ ποιητής, ἕνα ἐκκλησάκι πού τό ἀχνοφωτίζει τό ἀγαθό φῶς τοῦ καντηλιοῦ, τό ὁποῖο ἀγρυπνεῖ καί συνάμα συντροφεύει τοῦς Ἁγίους καί ὄχι μόνο. Κι ὅπως διαπιστώνει ὁ κάθε πιστός, ἀλλά καί καλοπροαίρετος ἄνθρωπος, αὐτό τό ἰλαρό φῶς εἶναι πολύ πιό ἰσχυρότερο καί συνάμα περισσότερο ἱεροπρεπές ἀπό κάθε ἄλλο φῶς τεχνητό, ὅσων «κηρίων» κι ἄν εἶναι κι ὅσους χρωματισμούς κι ἄν κατορθώνει νά δείξει. Γιατί αὐτό τό χρυσαφένιο, ταπεινό, φιλάγιο καί θιλόθερο φῶς, ἀνοίγει τήν πύλη τῆς κατανύξεως καί μᾶς εἰσοδεύει σέ χώρους ἡσυχίας, προσευχῆς, σιωπῆς καί Χάριτος θείας, γιά νά καταστοῦμε «κοινωνοί Θεοῦ».

Ὅταν σέ καιρούς σφοδρούς καί χειμωνιάτικους τό ἠλεκτρικό τό φῶς κόβεται, τίς ζοφερές αὐτές νύχτες, ἄν περάσεις ἀπό μιά ἐκκλησιά, πού τή ραμφίζει τό ἀνεμόβροχο, ἀναγαλλιάζει ἡ ψυχή σου, καθώς ἀνεβαίνει στοργική καί θεόσταλτη ἡ παραμυθία ἀπό τό παρήγορο καί συνάμα τόσο οἰκεῖο γιά τήν ψυχή φῶς πού ἀφήνουν τά λαδοκάντηλα.

Νομίζεις ὅτι ἐκεῖνες τίς στιγμές σέ κουβεντιάζει ὁ Θεός, σοῦ ρίχνει βλέμμα πατρικῆς ἐπίβλεψης καί ἔγνοιας. Μπορεῖ ὁ καιρός νά ἔχει κλείσει κάθε ἐπικοινωνία μέ τόν ἔξω κόσμο, νά ταξιδεύει τό νησί πάνω στά σφοδρά κύμματα, νά σείονται τά θεμέλια, ὅμως αὐτό τό λιτό, ἰλαρό, πανευλόγητο φῶς γίνεται ἀυτόματα ἐφαλτήριο αἰσιοδοξίας κι ἐλπίδας, ὅτι δηλαδή τό ἔλεός Του εἶναι μαζί μας, ὅπως καί ἡ παρουσία Του. Πού τήν ἑρμηνεύει αὐτή ἡ τόσο ἁπλῆ, ταπεινή καί εὐώδης ἁγιοπνευματικά εἰκόνα τῶν ἀναμμένων κανδηλιῶν…

ΠΗΓΗ