Εορτολόγιο

Σάββατο 1 Ιουνίου 2024

Το ορθόδοξο λειτουργικό Τυπικό έναντι των άλλων χριστιανικών ομολογιών

 



Το ορθόδοξο λειτουργικό Τυπικό έναντι των άλλων  χριστιανικών ομολογιών

Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή Δρ. Θ.

Εισήγηση στην ετήσια αντιαιρετική ημερίδα της
Ι. Μ. Βέροιας (2024)

Ο Απόστολος Παύλος συμβουλεύει  τους πιστούς ότι εάν ακολουθούν τον Κανόνα της αποστολικής διδασκαλίας, θα λάβουν την ειρήνη και το έλεος του Θεού[1]. Ακολουθώντας έκτοτε την Παύλεια προτροπή, οι Πατέρες της Εκκλησίας νουθετούν τους πιστούς να παραμένουν εδραίοι στον κανόνα των Αποστόλων ο οποίος ονομάστηκε «Κανών της πίστεως» ή «Κανών της αληθείας»[2].

Ο όρος «Κανών» στη θεολογική γλώσσα έχει μεταφορική σημασία και προσδιορίζει το μέτρο της ορθής πίστης που δόθηκε από τους Αποστόλους. Το κήρυγμα  της Εκκλησίας είναι έγκυρο και αυθεντικό  διότι στηρίζεται στην διδασκαλία των Αποστόλων, δηλαδή στον κανόνα τον οποίο εκείνοι χάραξαν και  αποτελεί την παρακαταθήκη, η οποία αντιδιαστέλλεται προς «τὰς βεβήλους κενοφωνίας καὶ ἀντιθέσεις τῆς ψευδωνύμου γνώσεως» (Α’ Τιμ. 6,20)[3], δηλαδή την αιρετική διδασκαλία[4].

Για τον  άγιο Ειρηναίο Λυώνος ο «Κανών αληθείας» είναι η παραδοθείσα από τον Χριστό αλήθεια που οι Απόστολοι μάς την μετέδωσαν[5] και για τον άγιο Επιφάνιο Κύπρου ο κανόνας αυτός αποτελεί κριτήριο ορθής ερμηνείας της αγίας Γραφής[6].

Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς προσδίδει  στην λέξη «Κανών» το επίθετο «εκκλησιαστικός», υπονοώντας το σταθερό περιεχόμενο της χριστιανικής διδασκαλίας το οποίο διασώζεται στην Εκκλησία ως δόγμα και ως παρακαταθήκη[7]. Εντός της Εκκλησίας ο Κανών αποτελεί μέτρο και κριτήριο Ορθοδοξίας, τον οποίο  οι αιρετικοί, αποκοπτόμενοι από το εκκλησιαστικό σώμα, τον υποκαθιστούν με τις δικές τους διδασκαλίες[8].

Ο Τερτυλλιανός κάνει λόγο όχι μόνο για «Κανόνα πίστεως»[9], τον οποίο παραβαίνουν οι αιρετικοί[10], αλλά και για «Κανόνα προσευχής», «Κανόνα λατρείας»[11]. Όπως ο «Κανών πίστεως», κατά παρόμοιο τρόπο και ο «Κανών λατρείας» βασίζεται στη διδασκαλία των Αποστόλων.

Η λατρεία της Εκκλησίας εκφράζει την πίστη της Εκκλησίας όπως και η ορθή λατρεία οδηγεί στην ορθή πίστη. Έτσι  ο άγιος Πρόσπερος, μαθητής του Ιερού Αυγουστίνου, διατύπωσε αυτήν την αλήθεια συνοπτικά στην εξής φράση: «Lex orandi lex est credendi», δηλαδή «ο κανόνας της προσευχής και της λατρείας είναι κανόνας της πίστεως»[12] που σημαίνει ότι όπως λατρεύουμε, έτσι και πιστεύουμε.

Η  ορθή λατρεία λοιπόν αποτελεί τόσο  συνέπεια όσο και προϋπόθεση της  ορθής πίστεως. Για να το κατανοήσουμε αυτό θα φέρουμε ως παράδειγμα την απόδοση του όρου «Θεοτόκος» στην Παναγία, πολύ πριν την επίσημη καθιέρωσή του ως δόγμα από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο το 431. Ο όρος αυτός χρησιμοποιούνταν τόσο στο κήρυγμα όσο και στη λατρεία της Εκκλησίας[13]. Για αυτό και όταν αμφισβητήθηκε από τον αιρετικό Νεστόριο[14],  ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας τού επεσήμανε την αρχαιότητα αυτής της παράδοσης μέσα στη λατρεία[15].

Οι αιρετικοί λοιπόν δεν διαστρέφουν μόνο τον κανόνα της αληθείας αλλά και τον κανόνα της προσευχής και της λατρείας ως άμεση συνέπεια και προϋπόθεση. Σταχυολογήσαμε ορισμένες σημαντικές διαστρεβλώσεις της ορθής λατρείας από άλλες χριστιανικές ομολογίες τις οποίες και παραθέτουμε:

Πρώτα, θα αναφερθούμε σε μία από τις αιτίες του  σχίσματος Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (1054) και είναι  το ερώτημα της χρήσης αζύμου ή ενζύμου άρτου στη Θεία Ευχαριστία, δηλαδή ποιο από αυτά τα δύο είδη  άρτου χρησιμοποίησε ο Ιησούς Χριστός στο Μυστικό Δείπνο[16]. Δηλαδή, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν ο Μυστικός Δείπνος ήταν ένα Ιουδαϊκό Πασχάλιο Δείπνο στο οποίο υποχρεωτικά χρησιμοποιείται άζυμος άρτος ή μήπως σηματοδοτεί το καινούριο Πάσχα; Η  χρήση αζύμων στη λατρεία  απαγορεύεται από τους Αποστολικούς Κανόνες[17] και για αυτό η αρχαία Εκκλησία τελούσε τη Θεία Ευχαριστία με ένζυμο άρτο. Όμως αρχαίες ιουδαιοχριστιανικές αιρέσεις του 2ουαιώνα, όπως  οι Εβιωνίτες,  τελούσαν την Ευχαριστία  με  άζυμα[18] και τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο Απολλινάριος Λαοδικείας, παρόμοια χρησιμοποιούσε στη λατρεία άζυμα, θεωρώντας ότι αυτά συμβολίζουν  την άψυχη σάρκα του Κυρίου, διότι πίστευε ότι ο Χριστός δεν προσέλαβε λογική ψυχή κατά την ενανθρώπηση[19]. Δυστυχώς και ο ρωμαιοκαθολικισμός υιοθέτησε πολύ αργότερα αυτήν την πρακτική,  από τον 9ο αιώνα και μετά[20] και πρόβαλε την άποψη   ότι ο Μυστικός Δείπνος ήταν ένα πασχάλιο ιουδαϊκό δείπνο και γι’  αυτό  ο Κύριος χρησιμοποίησε άζυμο άρτο.

Η θέση αυτή βάσει της Ιουδαϊκής Παράδοσης δεν τεκμηριώνεται[21] ούτε προκύπτει από τον ευαγγελικό λόγο καθότι  ο Χριστός  τέλεσε τον Μυστικό Δείπνο πριν τον ιουδαϊκό πασχάλιο δείπνο που πραγματοποιούνταν στην αρχή της 15ης του μηνός Νισάν.  Ο Χριστός  τέλεσε τον Μυστικό Δείπνο στην αρχή της  14ης Νισάν,  που εκείνη τη χρονιά συνέπιπτε με το εσπέρας της  Πέμπτης καθότι οι Ιουδαίοι έχουν ως αφετηρία της ημέρας το εσπέρας. Λέγει ο ευαγγελιστής Λουκάς: «ἦλθε δὲ ἡ ἡμέρα τῶν ἀζύμων, ἐν ᾗ ἔδει θύεσθαι τὸπάσχα»(Λουκ. 22, 7). Αυτή η ημέρα, η 14η Νισάν ονομάζεται,  «πρώτῃ ἡμέρᾳ τῶν ἀζύμων»(Μκ. 14,12)[22].

Εάν όμως η 14η Νισάν ονομάζεται «πρώτῃ ἡμέρᾳ τῶν ἀζύμων»  συνηγορεί  αυτό υπέρ της άποψης ότι χρησιμοποιήθηκε άζυμος άρτος; Η απάντηση είναι αρνητική διότι αυτή η φράση σημαίνει ότι άρχιζε η ημέρα κατά τη διάρκεια της οποίας  θα απαγορευόταν η βρώση ενζύμου άρτου, ημέρα που  θα θυσιάζονταν και ο πασχάλιος αμνός.

Σύμφωνα με την ιουδαϊκή πρακτική,   στην αρχή της πρώτης ημέρας των αζύμων, δηλαδή το εσπέρας επιτρέπεται η χρήση ενζύμου άρτου. Όταν βραδιάζει όμως ξεκινά μια ιεροτελεστία που περιλαμβάνει τη συλλογή όλων των υπολειμμάτων  ενζύμου άρτου από κάθε μέρος και γωνιά του σπιτιού υπό το φως των κεριών, ιεροτελεστία που γίνεται ακόμη και σήμερα από τους Ιουδαίους. Μετά τη συλλογή και τον καθαρισμό από ένζυμο άρτο όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, το επόμενο πρωινό,  περίμεναν το σήμα που θα έδιναν οι ιερείς του Ναού ώστε να πάψει ο  λαός να γεύεται ένζυμο άρτο και να κάψει τα απομεινάρια της ζύμης. Οι ιερείς τοποθετούσαν δύο άρτους στην κορυφή της κιονοστοιχίας του Ναού. Για όσο χρονικό διάστημα υπήρχαν  οι άρτοι μπορούσε να καταναλώσει κάποιος ένζυμο άρτο. Όταν οι ιερείς απομάκρυναν τον πρώτο άρτο τότε άρχιζε η απαγόρευση του ενζύμου άρτου, και όταν απομάκρυναν και τον δεύτερο άρτο τότε ο λαός θα έπρεπε να κάψει τα απομεινάρια της ζύμης και να χρησιμοποιεί μόνο άζυμο άρτο[23]. Όταν ολοκληρωνόταν αυτή η τελετή, περίπου  το μεσημέρι, άρχιζαν οι θυσίες των πασχάλιων αμνών στο Ναό, όπως λέει και ο Ευαγγελιστής Λουκάς:  «ἦλθε δὲ ἡ ἡμέρα τῶν ἀζύμων, ἐν ᾗ ἔδει θύεσθαι τὸ πάσχα»(Λουκ. 22, 7).

Κατά συνέπεια, όταν ο Κύριος τέλεσε τον Μυστικό Δείπνο, το εσπέρας της Πέμπτης, ναι μεν άρχισε η πρώτη ημέρα των αζύμων αλλά  δεν απαγορευόταν εκείνη τη χρονική στιγμή  η χρήση ενζύμου άρτου, ενώ όταν βγήκε η καταδικαστική απόφαση το πρωί της Παρασκευής και ο Ιησούς Χριστός οδηγούνταν προς το Γολγοθά υπέρ της σωτηρίας του κόσμου τότε άρχισε η απαγόρευση του ενζύμου άρτου και η θυσία των αμνών  στο Ναο[24] για το πασχάλιο δείπνο που θα λάμβανε χώρα στην αρχή της 15ης Νισάν, που εκείνο το έτος συνέπιπτε με το εσπέρας της Παρασκευής. Γι’ αυτό και ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει ότι οι αρχιερείς «οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ μιανθῶσιν, ἀλλ' ἵνα φάγωσι τὸ πάσχα»(Ιω.18,28) και γι’ αυτό επισπεύσθηκε και η  ταφή του Κυρίου διότι  «ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Σαββάτου»(Ιω.19,31) και απαγορευόταν να μείνουν τα σώματα επί του Σταυρού όπως και να γίνει και οποιαδήποτε εργασία[25].

Κατά συνέπεια, ο  Ιησούς Χριστός  δεν τέλεσε «Πάσχα νομικόν» πριν τη Σταυρική θυσία Του, αλλά το δικό Του, το «Πάσχα το καινόν», όπως υπογραμμίζει ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης[26]. Γι’ αυτό, δεν υπήρχαν άζυμα στον Μυστικό Δείπνο, αφού έλαβε χώρα πριν την τέλεση του  Εβραϊκού  Πάσχα, αλλά ένζυμος άρτος[27].

Ένα δεύτερο στοιχείο στην αντιπαράθεση της Ορθόδοξης λατρείας με την αιρετική πρακτική είναι η απόρριψη  της  τιμητικής προσκύνησης των αγίων λειψάνων  και των ιερών εικόνων από τις Προτεσταντικές ομάδες[28]. Επίσης, και η Σύνοδος της Φρανκφούρτης της Δυτικής Εκκλησίας που συγκλήθηκε το 794 από  τον Καρλομάγνο απέρριψε τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου και υποστήριξε ότι οι εικόνες είναι διακοσμητικό στοιχείο των Ναών[29].

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η τιμητική προσκύνηση των αγίων λειψάνων  και των ιερών εικόνων στη λατρεία υπαγορεύεται από τη διάκριση Ουσίας και Ενέργειας στο Θεό[30] διάκριση που απορρίπτει η δυτική θεολογία[31]. Αν και αυτή η αλήθεια ακούγεται κάπως δυσνόητη για τον απλό πιστό, όμως έχει μεγάλο θεολογικό βάθος και ο μακαριστός καθηγητής  π. Ιωάννης Ρωμανίδης τόνιζε ότι όλες οι αιρέσεις ανέκυψαν εξαιτίας της αδυναμίας των αιρετικών να κάνουν αυτή τη σημαντική διάκριση μεταξύ Ουσίας και Ενέργειας στο Θεό, είτε λόγω αμάθειας, είτε εσκεμμένως[32].

Αν  και η Ουσία του Θεού είναι άγνωστη και ακατάληπτη,  όμως γνωρίζουμε τις Ενέργειες Του και μετέχουμε, ενωνόμαστε με αυτές[33]. Το παράδειγμα που θα φέρουμε για να γίνει αυτό κατανοητό είναι αυτό του ήλιου. Ο ήλιος έχει μια συγκεκριμένη ουσία αλλά έχει  και τη φωτεινή και τη θερμαντική ενέργεια. Δεν γνωρίζουμε την ουσία του, είναι απροσπέλαστη από εμάς, δεν γνωρίζουμε από τι αποτελείται αλλά αισθανόμαστε, την ενέργειά του, το φως του και τη θερμότητά του. Κατά ανάλογο τρόπο και στο Θεό δεν γνωρίζουμε την Ουσία Του  αλλά μας αποκαλύπτεται με τις Ενέργειες Του, με τη Θεία Χάρη Του[34].

Οι Άγιοι ακτινοβολούν το άκτιστο Φως της Θεότητας καθώς  μετέχουν στη θεοποιό ενέργεια και δύναμη[35]. Όπως οι Άγιοι είναι γεμάτοι από  τη θεοποιό ενέργεια του αγίου Πνεύματος, έτσι και οι εικόνες τους δεν είναι απλά αντικείμενα τέχνης όπως ένας ζωγραφικός πίνακας που έχουμε κρεμασμένο στο τοίχο του σπιτιού μας αλλά είναι φορείς της Θείας  Χάρης την οποία φέρουν  τα εικονιζόμενα πρωτότυπα[36].

Ακόμη και  μετά την κοίμησή του Αγίου η χάρις του αγίου Πνεύματος παραμένει στις ψυχές, στα σώματα, στους τάφους και στις άγιες εικόνες τους[37]. Εφόσον ο Άγιος μετέχει της  χάριτος του Θεού κατά συνέπεια μέτοχοι χάριτος γίνονται και οι εικόνες τους[38]. Η  Θεία Χάρη και η αγιότητα του εικονιζόμενου πρωτοτύπου μετέχεται από τους πιστούς που την προσκυνούν και τους αγιάζει[39].

Η παρουσία της άκτιστης Χάρης του παναγίου Πνεύματος στα πρωτότυπα εικονιζόμενα πρόσωπα και κατά συνέπεια στις εικόνες τους  ερμηνεύει  τις θαυματουργίες των εικόνων αφού, όπως λέγει η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος, «διά τῶν ἁγίων εἰκόνων φαίνονται οἱ γιοι θαυματουργοῦντες»Τα θαύματα των εικόνων λοιπόν συνδέονται άμεσα με τα εικονιζόμενα πρόσωπα, τα οποία όμως οφείλουν τη θαυματουργική δύναμή τους στη Χάρη του Θεού[40].

Η Θεία Χάρη, δεν εγκαταλείπει τα σώματά των Αγίων μετά την κοίμησή τους[41]. Έτσι κατανοείται και η θαυματουργική δύναμη των λειψάνων των Αγίων[42]. Αυτή η άκτιστη ενέργεια του Θεού, η Θεία Χάρις, γίνεται αντιληπτή πολλές φορές από τους πιστούς αισθητώς και ως ευωδία αλλά και δια των θαυμάτων που  ενεργούνται. Αν και  από τη φύση Του προσκυνητός είναι μόνο ο αΐδιος και άκτιστος Θεός, οι Άγιοι, είναι προσκυνητοί και τιμώνται όχι καθεαυτοί αλλά μόνον ως μέτοχοι της άκτιστης Θείας Χάρης[43].

Το τρίτο στοιχείο που θα  αναφέρουμε όσον αφορά την παραχάραξη του αποστολικού κανόνα προσευχής από τους αιρετικούς είναι η άρνηση επίκλησης των πρεσβειών των Αγίων από τις προτεσταντικές ομάδες.

Αντίθετα, στην Ορθόδοξη Εκκλησία η ενότητα μεταξύ των πιστών και των Αγίων εκφράζεται στο λειτουργικό χώρο με εκδηλώσεις αγάπης, που είναι προσευχές και δεήσεις προς τους Αγίους[44]. Ταυτόχρονα, η Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν λατρεύει το Χριστό χωρίς να επικαλεστεί  και την Μητέρα του, τη Θεοτόκο, την Παναγία.

Η ουράνια Εκκλησία όχι μόνο δέχεται τις δεήσεις μας, αλλά εύχεται και για εμάς. Ο Απόστολος Ιάκωβος παρακινεί τους πιστούς να προσεύχονται ο ένας για τον άλλον διότι «πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη»(Ιακ.5,16)[45] και ο Θεός προτρέπει τους φίλους του Ιώβ να παρακαλέσουν τον Ιώβ να προσφέρει θυσία  και να προσευχηθεί υπέρ αυτών ( Ιώβ 42,8).

Οι Άγιοι είναι οι φορείς και οι σάλπιγγες του Αγίου Πνεύματος, οι αυθεντικοί μάρτυρες της παρουσίας του Θεού στον κόσμο και αντέγραψαν με απόλυτη ακρίβεια το πρότυπό τους, Ιησού Χριστό και επέτυχαν το καθ’ ομοίωσιν. Είναι οι προστάτες του ανθρωπίνου γένους. Βοηθούν, συντρέχουν, υποφέρουν, σηκώνουν τον σταυρό μας,  και γίνονται με την αγιότητά τους, υπόδειγμα και μίμηση των πιστών. Στο γεγονός αυτό στηρίζεται η  τιμή που απονέμουμε στους Αγίους, ο πλούτος των εορτών και των πανηγυριών, που τόσο έντονα χαρακτηρίζουν την καθημερινή ζωή της Ορθόδοξης κοινότητας.

Οι προτεσταντικές  ομάδες που   απορρίπτουν την επίκληση των πρεσβειών των Αγίων  και αρνούνται τη μεσιτεία τους επικαλούνται το παύλειο χωρίο σύμφωνα με το οποίο «εἷς γὰρ Θεός, εἷς καὶ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστὸς ᾿Ιησοῦς»(Α΄ Τιμ. 2,5)[46] για να υποστηρίξουν δήθεν ότι μόνο ο Ιησούς μεσιτεύει για εμάς προς το Θεό και όχι οι Άγιοι.

Όμως ο όρος «μεσίτης» εδώ δεν έχει  ηθική αλλά οντολογική έννοια. Ο  Απόστολος Παύλος ονομάζει τον Ιησού Χριστό «μεσίτη»,  όχι διότι πρεσβεύει προς το Θεό Πατέρα, αλλά διότι στο πρόσωπό Του συντελέστηκε η άρρητη ένωση Θεότητος και της ανθρωπότητος, ενώθηκε το κτιστό με το Άκτιστο[47] διότι φέρει ταυτόχρονα τέλεια και πλήρη Θεία και ανθρώπινη φύση[48].

Με αυτόν τον τρόπο ο Ιησούς Χριστός είναι  «ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας, ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην»(Εφ. 2,14-15).Διά  του σταυρικού Του θανάτου, επήλθε η «καταλλαγή» μεταξύ Θεού και των ανθρώπων και μας δόθηκε η δυνατότητα να επαναπροσεγγίσουμε τον Θεό Πατέρα (Εφ. 2,16-18).

Τέλος, βασικό στοιχείο της λατρείας της Ορθόδοξης Εκκλησίας  είναι η λατρευτική πρακτική των Ιερών Μνημοσύνων και των προσευχών υπέρ των κεκοιμημένων κάτι το οποίο απορρίπτεται  από τους  Προτεστάντες.

Tα Μνημόσυνα, η προσευχή για τους κεκοιμημένους έχει αγιογραφική στήριξη καθώς βλέπουμε τον Δαβίδ και όσοι ήταν μαζί του να νηστεύουν για την ψυχή του αποθανόντος Σαούλ, του γιού του Ιωνάθαν και για τον λαό που σκοτώθηκε στην μάχη[49]. Επίσης, ο λαός επί εποχής Νεεμία νήστευσε και πένθησε για τις ανομίες του αλλά και των πατέρων του[50] και ο Ιούδας Μακκαβαίος παρουσιάζεται να προσφέρει θυσία για αυτούς που έπεσαν στη μάχη προς εξιλασμό και συγχώρηση των αμαρτιών τους[51].

Είναι δυνατόν η προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων να αλλάξει την πνευματική κατάσταση τους; Ο αείμνηστος Ν. Ματσούκας επισημαίνει  ότι  «η αγάπη του Θεού δεν υπόκειται σε κανένα νόμο, αν η ψυχή τον ζητάει και τον θέλει. Το έλεός του είναι απροσμέτρητο. Αυτό το νόημα έχουν οι ευχές και τα μνημόσυνα»[52]

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα  να μνημονεύσω τα όσα λέγει ο μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος για τον άγιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη ο οποίος ήταν υποτακτικός και κατοικούσε με έναν ιδιαίτερα σκληρό και δύστροπο άνθρωπο, τον Γέροντα Νικηφόρο. Όταν εκοιμήθη ο Γέροντάς του, έλαβε την πληροφορία ο άγιος Εφραίμ από τον Θεό ότι ο Γέροντάς του δεν εσώθη αλλά εκολάστηκε. Και τότε άρχισε έναν μεγάλο αγώνα να ωφελήσει την ψυχή του Γέροντά του με ελεημοσύνες, με μνημόσυνα, με Θείες Λειτουργίες, με ιδιαίτερη και έντονη προσευχή και μάλιστα πληροφορούνταν ότι η ψυχή του Γέροντά του δεχόταν όλες αυτές τις ευεργεσίες. Και όπως ο Χριστός κατέβηκε στον Άδη και ανέβασε τις ψυχές από τον Άδη στην Παράδεισο, μάς λέγει ο Μητροπολίτης Λεμεσού, έτσι και ο άγιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης εξήγαγε τελικά τον Γέροντά του από την κόλαση. Αυτή είναι η δύναμη της Ιερωσύνης και της προσευχής υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των κεκοιμημενων. Αυτή είναι η δύναμη των Μνημοσύνων[53].

Περατώνοντας την εισήγησή μας, εν κατακλείδι,  θα θέλαμε να  επισημάνουμε ορισμένα βασικά στοιχεία για  τα κείμενα, τις ευχές και τους ύμνους που αναπέμπουμε κατά τη διάρκεια της λατρείας. Τα συγκεκριμένα κείμενα δεν είναι λογοτεχνικά κείμενα και ποιήματα με την κοσμική έννοια του όρου που έγραψαν κάποιοι ταλαντούχοι ποιητές αλλά είναι το αποτέλεσμα της εμπνεύσεως του αγίου Πνεύματος σε ανθρώπους προσευχής και αγιότητας. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους Πατέρες μας που στα παλαιά χρόνια συνέγραψαν θαυμάσια λειτουργικά κείμενα όπως ο Μ. Βασίλειος, ο ιερός Χρυσόστομος, κ.α.,  αλλά και στα νεότερα χρόνια.

Ένα τέτοιο  πρόσωπο είναι  ένας σύγχρονος Άγιος δίπλα στο οποίο θήτευσε, μαθήτευσε και γαλουχήθηκε υικώς και πνευματικώς ο σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας και πνευματικός πατέρας μας, κ. Παντελεήμων, και αναφέρομαι στον Όσιο Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, ο οποίος συνέγραψε πλήθος ιερών ακολουθιών και ύμνων που χρησιμοποιούνται στη λατρεία.

Ο Όσιος Γεράσιμος δεν ήταν ένας ποιητής και λογοτέχνης με την κοσμική έννοια του όρου αλλά διακρινόμενος για την   καθαρότητα του βίου του, την ταπείνωσή του, την ανιδιοτελή του αγάπη, τη νοερά εργασία της προσευχής, έτυχε θείων αποκαλύψεων και  έλαβε το αγιοπνευματικό χάρισμα της συγγραφής λατρευτικών κειμένων[54] και όπως επισημαίνει ο σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας για τον Γέροντά του Όσιο Γεράσιμο, «δεν ήταν μόνο οι ύμνοι του θεόπνευστοι, αλλά ήταν και ο ίδιος πλήρης πνεύματος θείου,…..τό τεράστιο ἔργο του, πού ἀποτελεῖται ἀπό 48 τόμους μεγάλου σχήματος μέ 800 σελίδες ὁ καθένας, ἔργο πηγαῖο καί θεόπνευστο, καθώς ὁ ὅσιος ἔγραφε τίς Ἀκολουθίες χωρίς ποτέ νά διορθώνει οὔτε τό παραμικρό, χωρίς να σβύνει ἤ να ἀλλάζει οὔτε μία λέξη, και αὐτό ὄχι μόνο σέ προχωρημένη ἡλικία, ὅταν θα μποροῦσε κανείς να πεῖ ὅτι διέθετε πεῖρα, ἀλλά ἀπό την ἀρχή, ὅταν περίπου 23 ἐτῶν ἔγραψε τούς πρώτους ὕμνους, μέ θεία  παρόρμηση»[55].

Αυτή είναι η δύναμη της θείας Χάριτος και όλα αυτά τα θαυμαστά στοιχεία με τα οποία δομείται η Ορθόδοξη λατρεία είναι και το  πιο ισχυρό επιχείρημα απέναντι στην αιρετική κακοδοξία και πλάνη.  Η  μετοχή στη Ορθόδοξη λατρεία ικάνωσε τους Αγίους μας, τους Μάρτυρές μας,  τους Πατέρες μας, (όχι μόνο αυτούς  που έζησαν πριν από αιώνες  αλλά και τώρα πρόσφατα, και πολλοί εξ ημών πήραμε την ευχή τους και την ευλογία τους, όπως ο προαναφερόμενος άγιος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ο άγιος Παΐσιος, ο άγιος Πορφύριος, ο άγιος Γεώργιος  Καρσλίδης, ο άγιος Εφραίμ ο Κατουνιακιώτης, ο άγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής,   ο άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, κ.α.), να επιτύχουν θαυμαστά γεγονότα, αποκαλύψεις, οράματα, χαρίσματα, ιάσεις, να νικήσουν τον διάβολο και τους πειρασμούς,  να γίνουν έμπλεοι αγιοπνευματικών χαρισμάτων να αποκτήσουν διόραση και προόραση, για τα οποία είμαστε μάρτυρες και  αποτελούν τις χειροπιαστές αποδείξεις ότι η Ορθόδοξη λατρεία στοιχείται απόλυτα με τον Κανόνα της αληθείας και τον Κανόνα της προσευχής που μας δίδαξαν οι αυτόπτες και αυτήκοοι του ενανθρωπήσαντος Λόγου, Απόστολοι, μας τον παρέδωσαν οι Πατέρες μας και εμείς οφείλουμε να τον τηρήσουμε με απόλυτη ακρίβεια και επιμέλεια.

____________________________

[1] Γαλ.6,15-16: «ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις.  καὶ ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ' αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν ᾿Ισραὴλ τοῦ Θεοῦ».

[2]Η γνήσια Αγία Γραφή και η αυθεντική Αποστολική Παράδοση αποτελούσε τον Κανόνα της αληθείας (regula veritatis) ή τον Κανόνα της πίστεως (regula fidei) της Εκκλησίας. Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α’, Αθήνα 1994, σελ. 182.

[3] Τερτυλλιανού, De praescriptione haereticorum, ΧΧV, 3, PL 2, 43B.

[4] Ειρηναίου Λυώνος, Επίδειξις του Αποστολικού κηρύγματος, 2-3, SC 62, 31.

[5] Επίδειξις του Αποστολικού κηρύγματος,98, SC 62, 168.

[6] Αγκυρωτός, PG 43,172A,200C. Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Η χρήση της Αγίας Γραφής εναντίον των αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου, (διδακτορική διατριβή) Θεσσαλονίκη 1998,σελ.52.

[7] Στρωματείς, ΣΤ’, ΧV, ΒΕΠΕΣ 8, 225, 27-28.

[8] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς, ΣΤ’, ΧVΙΙΙ, ΒΕΠΕΣ 8, 241, 31-39, ΧV, ΒΕΠΕΣ 8, 225, 4-13,  Ζ’, ΧV, ΒΕΠΕΣ 8, 289, 5-12, Ζ’, XVI, ΒΕΠΕΣ 8, 293, 8-15.Μόνο η Εκκλησία φέρει την μαρτυρία της αληθείας, όχι δυνάμει της αναμνήσεως ή δυνάμει των λόγων που άλλοι είπαν, αλλ’ από την ίδια την ζωή της, την ακατάπαυστη εμπειρία της και από την καθολική της πληρότητα. Βλ.Γ. Φλωρόφσκυ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, εκδ. Άρτος ζωής, Αθήνα 1989, σελ. 201.

[9] De virginibus velandis, Ι, 4, PL 2, 937B και Adversus Hermogenem I, 1, PL 2, 221Α.

[10]Apologeticus XLVΙ, 17, PL 1, 579A-580A

[11] Τερτυλλιανού, De oratione X, 1, PL 1, 1269A.

[12] PL 51, 209–10Βλ. περισσότερα, Π.Βασιλειάδη, Lex Orandi: λειτουργική θεολογία και λειτουργική αναγέννησηΑθήνα 2005.

[13]Βλ. Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Πρὸς Κληδόνιον πρεσβύτερον ἐπιστολὴ πρώτη, PG 37,177C.  Αγίου Eπιφανίου Κύπρου, Ἀγκυρωτός, PG 43, 157C. Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας αναφέρει ότι ο Μέγας Αθανάσιος  «Θεοτόκον ἀποκαλεῖ τήν ἁγίαν Παρθένον».  Επιστολή Α', Προς μοναχούς, PG 77, 13BC.

[14] Η αφορμή για την έκρηξη της χριστολογικής έριδας του 5ου αιώνα  δόθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Νέας Ρώμης Νεστόριο ο οποίος αμφισβήτησε την αρχαία παράδοση που απέδιδε στην Παρθένο  Μαρία τον χαρακτηρισμό της Θεοτόκου. «Θεοτόκον τὴν Μαρίαν καλείτω μηδείς· Μαρία γὰρ ἄνθρωπος ἦν· ὑπὸ ἀνθρώπου δὲ Θεὸν τεχθῆναι ἀδύνατον», κήρυττε στην Κωνσταντινούπολη ο αντιοχειανός ιερέας και σύμβουλος του Νεστορίου Αναστάσιος, υποκινούμενος, όπως αναφέρει ο χρονογράφος Θεοφάνης, Χρονογραφία, PG 108,236B, από τον Νεστόριο. Βλ. και Σωκράτη Σχολαστικού, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 7, 32, PG 67, 808C – 809A. Ασκώντας έντονη κριτική ο άγιος Κύριλλος στη νεστοριανική Χριστολογία  υπενθυμίζει  ότι η αποδοχή του όρου «Θεοτόκος» δεν είναι μια καινοτομία δική του αλλά βασίζεται στην παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας. Ἐπιστολὴ τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ μονάζουσι, PG 77, 13BC. Προσφωνητικὸς ταῖς εὐσεβεστάταις βασιλίσσαις 1, 9, PG, 76, 1209CD: «Ὅτι δὲ καὶ ἡ Θεοτόκος φωνὴ καὶ αὐτοῖς γέγονε συνήθης τοῖς πρὸ ἡμῶν Ἁγίοις Πατράσιν, οἵ καὶ ἐπ’ ὀρθῇ θαυμάζονται πίστει, καὶ εἰς δεῦρο πᾶσι τοῖς ἀνὰ πᾶσαν...».

[15]Περισσότερα για το θέμα βλ. Ι.  Καλογήρου, Μαρία η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατὰ την Ορθόδοξον Πίστιν, Θεσσαλονίκη 1957.

[16]Βλ. αναλυτικά: Σ. Κόλλια, Για το Δόγμα και τη Λατρεία, Αθήνα 2019, σελ.155-184.

[17] Αναφέρει ο  Ο΄ Κανών: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, ἢ ὅλως τοῦ καταλόγου τῶν κληρικῶν, νηστεύοι μετὰ Ἰουδαίων, ἢ ἑορτάζοι μετ᾿ αὐτῶν, ἢ δέχοιτο παρ᾿ αὐτῶν τὰ τῆς ἑορτῆς ξένια, οἷον ἄζυμα ἢ τι τοιοῦτον, καθαιρείσθω· εἰ δὲ λαϊκὸς εἴη, ἀφοριζέσθω». Α. Σ. Αλιβιζάτου, Οι Ιεροί Κανόνες, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1997, σελ. 193  και Σ.Κόλλια, ο.π.,σελ.158-159.

[18] Αγίου Ἐπιφανίου Κύπρου, Κατὰ Αἱρέσεων ΧΧΧ, PG 41, 432Β: «Μυστήρια δὲ δῆθεν τελοῦσι κατὰ μίμησιν τῶν ἁγίων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπὸ ἐνιαυτοῦ εἰς ἐνιαυτὸν διὰ ἀζύμων, καὶ τὸ ἄλλο μέρος τοῦ μυστηρίου δι’ ὕδατος μόνου».

[19] Αγίου Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Περὶ τῶν ἀζύμων, PG 26, 1328BC: «Διὰ τοῦτο οἱ δ’ εὐαγγελισταὶ ἄρτον τέλειον λέγουσι παραδοῦναι τὸν Κύριον ἐν τοῖς ἁγίοις μυστηρίοις καὶ οὐκ ἄζυμον· ἵνα πιστώσηται ὅτι τέλειον σῶμα ἐκ τῆς ἁγίας Παρθένου̇ λέγω δὲ ἔμψυχον καὶ ἔννουν· καὶ οὐ καθάπερ ὁ αἱρετικὸς Ἀπολλινάριος ἔλεγεν, ὅτι σῶμα μόνον ἀνελάβετο̇ ἀλλ’ ἡμεῖς ἄρτον τελειούμενόν φαμεν τὸν δι’ ἀλεύρου καὶ ζύμης καὶ ἅλατος συνεστηκότα̇ καθάπερ σώματι ὁ πνευματικὸς, (sic) καὶ νοΐ· σῶμα γὰρ, (sic) χωρὶς πνοῆς, νεκρόν ἐστι· καὶ τὸ ἄζυμον μόνον μὴ ἔχον ζύμην νεκρόν ἐστι καὶ οὐ ζωτικὸς ἄρτος· ἐπειδὴ ἡ ζύμη ζωὴν δίδωσι τῷ φυράματι καὶ ἕνωσιν καθάπερ τὸ πνεῦμα τῷ σώματι, καὶ τὸ ἅλας τῷ νῷ· καὶ διὰ τοῦτο τελοῦμεν τὸ μυστήριον δι’ ἄρτου τελειουμένου, ἵνα μὴ τῇ βλασφημίᾳ τοῦ ἀσεβοῦς Ἀπολλιναρίου περιπέσωμεν».Βλ.  Σ.Κόλλια, ο.π.,σελ.156.

[20] Σ.Κόλλια, ο.π.,σελ.160. Βλ.επίσης Βλ, Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ.Β΄, Αθήνα 2002, σελ.159.

[21] Ἀρχιμ. Εὐαγγέλου Ἀντωνιάδου, Ὁ χαρακτὴρ τοῦ τελευταίου δείπνου τοῦ Κυρίου καὶ ὁ ἄρτος τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἐν Ἀθήναις 1961, σελ. 3 και  Γ. Ν. Φίλια, Λειτουργική. Η Θεία Ευχαριστία (μέχρι τον 15ο αι.), τ. Β΄, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2016, σελ. 701.

[22] Ἀρχιμ. Εὐαγγέλου Ἀντωνιάδου, ο.π., σελ. 59.

[23] Ε. Πύλη, Το Πάσχα και τα άζυμα στο αρχαίο Ισραήλ, Θεσσαλονίκη 2009, σελ.64.

[24]Συνοψίζοντας τις ευαγγελικές περικοπές περί των Αζύμων ο πρωτοπρεσβ. Κ. Καλλίνικος, επισημαίνει: «ἀπὸ τῆς ἑσπέρας τῆς παραμονῆς τοῦ Ἑβραϊκοῦ Πάσχα ἤρχιζον αἱ προετοιμασίαι πρὸς τὴν τῶν οἴκων ἀπὸ παντὸς ἐνζύμου ἐκκαθάρισιν, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ τίθενται ἀκόμη εἰς χρῆσιν τὰ ἄζυμα, διὰ τοῦτο ἡ ἡμέρα αὕτη, -ἡμέρα Πέμπτη τῆς ἑβδομάδος κατ’ ἐκεῖνο τοῦ χρόνου-«πρώτη τῶν ἀζύμων» ἐκαλεῖτο κοινῶς παρὰ τῷ λαῷ. Ἄλλως τε οἱ συνοπτικοὶ αὐτοὶ ἑαυτοὺς διασαφηνίζουν. Κατὰ Λουκᾶν 22: 52 οἱ ἀρχιερεῖς καὶ στρατηγοὶ τοῦ ἱεροῦ καὶ πρεσβύτεροι συνέλαβον τὸν Ἰησοῦν … τὴν ἔναρξιν τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα· πῶς οἱ ζηλωταὶ τοῦ νόμου εἰς ὥραν οὕτω ἱερὰν ἦσαν μακρὰν τῶν οἰκιῶν των; Κατὰ Μᾶρκον 15:21, Σίμων ὁ Κυρηναῖος τὴν Μ. Παρασκευὴν ἐπέστρεφεν ἀπὸ τοῦ ἀγροῦ· ἀλλ’ ἂν ἡ Παρασκευὴ ἐκείνη ἦτο παρ’ Ἑβραίοις πασχάλιος, πῶς ἦτο ἐργάσιμος; Κατὰ τὸν αὐτὸν Μᾶρκον 15:45 ὁ εὐσχήμων Ἰωσὴφ ἀγοράζει τὴν Παρασκευὴν σινδόνα· ἀλλ’ ἂν τὰ καταστήματα ἦσαν ἀνοικτά, τίνα πλειότερον λόγον θέλομεν περὶ τοῦ ὅτι τὸ ἑβραϊκὸν Πάσχα δὲν συνέπιπτε κατ’ ἐκείνην τὴν Παρασκευήν; Αἱ ἀντιθέσεις ἄρα εἶναι φαινομενικαί, ὁ δὲ Σωτὴρ φαγὼν τὸ Δεῖπνόν Του τὴν Πέμπτην, μετ’ ἐνζύμου ἄρτου το ἔφαγε».Βλ.  Ο Χριστιανικός Ναός και τα τελούμενα εν αυτώ, 2η έκδ., εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1987, σελ. 309.

[25] Β. Μ. Βέλλα, Εβραϊκή Αρχαιολογία, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1984, σελ. 212.

[26] Περὶ τῆς ἱερᾶς λειτουργίας, PG 155, 272BC: «καὶ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦτο μάρτυς, οὐ τὴν ἡμέραν εἶναι διδάσκον τῶν ἀζύμων, ὅτε ἑαυτὸν ἱερούργησεν ὁ Χριστός ἀλλὰ πρὸ τῶν ἀζύμων ἦν. «Πρὸ δὲ τῆς ἑορτῆς φησί, τοῦ Πάσχα εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς» . Καὶ τὴν θυσίαν παρέδωκεν, ὅτε ἐποίησε τὸν δεῖπνον. Τότε δὲ καὶ τὰ τοῦ νιπτῆρος ἐτέλεσε. Καὶ πρὸ τοῦ Πάσχα ταῦτα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἦν. Ὅρα δὲ τί φησι καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ πάθους. «Καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ μιανθῶσιν, ἀλλ’ ἵνα φάγωσι τὸ Πάσχα» . Καὶ ἐν τῇ σταυρώσει πάλιν, «Ἐπεὶ Παρασκευὴ ἦν» φησίν, «ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Σαββάτου» . Καὶ ἀφ’ ὧν τὸ Εὐαγγέλιον αὖθις λέγει, «Ἔλαβεν ἄρτον.». Καὶ οὐκ ἄζυμον προστίθησι. Καὶ ὃ δὲ ἔφη ὁ Κύριος «Ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ Πάσχα φαγεῖν μεθ’ ὑμῶν πρὸ τοῦ με παθεῖν» , ἀριδηλότατα διδάσκει. Οὐ γὰρ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἐπεθύμει, ὃ πολλάκις ἦν τετελεκώς. Καὶ τὴν σκιὰν ἦλθε παύσων. Λοιπὸν εἴπερ καὶ τὸ νομικὸν ἐκτετέλεκεν, ἐποίησε πρότερον. Ὕστερον δὲ παρέδωκε τὸ αὐτοῦ. Καὶ τοῦτο ἦν ἐπιθυμῶν παραδοῦναι πρὸ τοῦ παθεῖν ἵνα μένῃ μεθ’ ἡμῶν, ἵνα ἀληθὲς ᾖ ὅπερ ἔφησεν, «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῶ» . Διὸ καὶ οὐ τὰ νομικὰ πάντα ἐν τῷ δείπνῳ ἐκείνῳ ἦν ἐκπληρῶν· ἀλλὰ καὶ νιπτῆρα ἐτέλεσε, καὶ ἀνακείμενος ἦν, καὶ οὐχ ὀπτὰ μόνον κρέα ἔχων, ἀλλὰ καὶ τρυβλίον ἐν ᾧ ἔβαψεν ὁ Ἰούδας. Ὥστε οὔτε καιρὸς ἦν τοῦ τῶν Ἰουδαίων Πάσχα, καὶ οὐ τὸ Ἰουδαϊκὸν τότε μόνον ἐτέλεσεν, ἀλλὰ μάλιστα τὸ οἰκεῖον, περὶ οὗ καὶ ἔλεγε, «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν».

[27] Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός υπογραμμίζει ότι πριν και μετά  την εορτή των αζύμων δεν χρησιμοποιούνταν άζυμα από τους Ιουδαίους. Βλ., Περὶ τῶν Ἀζύμων, PG 95, 396B: «Ἀζύμων οὖν μὴ ὄντων πρὸ τῆς ἑορτῆς ἀζύμων ἐν ὅλῳ τῷ ἐνιαυτῷ».

[28] Βλ. Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή,  Ιχνηλάτης ΑληθείαςΈκθεση της Ορθοδόξου Πίστεως σε αντιπαράθεση με την αιρετική κακοδοξία, Θεσσαλονίκη 2002, σελ.219.

[29] Σ.Κόλλια, ο.π.,σελ. 240.

[30]Βλ.Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων,9, PG 3, 916C.Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Θησαυρός, ΙΘ΄, PG 75, 316C.  Μ. Βασιλείου, Κατά Εὐνομίου, Ι, Η΄, PG 29, 528C. Ενέργειες του Θεού είναι οι άκτιστες θεϊκές δυνάμεις που εκδηλώνονται στις σχέσεις του Θεού με τον άνθρωπο και τον κόσμο.  Όλα τα όντα μετέχουν στην ουσιοποιό ενέργειά Του (δημιουργική ενέργεια, που δίνει την ύπαρξη στα όντα), ενώ τα λογικά όντα (άγγελοι - άνθρωποι) μετέχουν και στη λογοποιό ενέργειά Του (ενέργεια που προικίζει τα όντα με λογική). Οι Άγιοι μετέχουν  στη θεοποιό ενέργεια του Θεού. Βλ.Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία, τ. Β΄,΄ Θεσσαλονίκη 1999,σελ. 46-48,181.

[31]Βλ.Χρ.Τερέζη, Ἡ Θεολογική Γνωσιολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1993, σελ. 46-47 και π. Χρίστου Μαλάη, Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, (διδακτορική διατριβή),Θεσσαλονίκη 2011, σελ.259εξ.

[32] Βλ.Ιωάννου Ρωμανίδη Πρωτοπρεσβυτέρου, Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1989σελ.λγ΄έξ.

[33]Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, ο.π., σελ.113-114.

[34] Παρότι ο Θεός είναι ακατάληπτος και απρόσιτος, αποκαλύπτει τον εαυτό Του µε τις Ενέργειές Του, µε τη µορφή θείων ονοµάτων, χαρακτηριστικών και όρων. Βλ. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Εὐνοµίου II,PG 45, 1029A και Περί ψυχῆς και ἀναστάσεως,  PG 46, 25A.

[35] Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, Λόγος 1, PG 94, 1252BC και 1301A.

[36] Βλ.ο.π., Λόγος 3, PG 94, 1353B.

[37] Βλ.ο.π., Λόγος 1, PG 94, 1249CD.

[38] Βλ.ο.π.,Λόγος 1,PG 94, 1264B. Βλ. αναλυτικά, Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Η θεώρηση των ιερών εικόνων στην Ορθόδοξη θεολογία και οι ανεικονικές αντιλήψεις του Ισλάμ, Εισήγηση στο 20ο θεολογικό συνέδριο Μεταπτυχιακών φοιτητών και Υπ. Διδακτόρων του Μεταπτυχιακού Θεολογικού Συνδέσμου του Τμήματος Θεολογίας του ΕΚΠΑ,  στο https://www.entaksis.gr/

[39]Βλ.  Δ. Τσελεγγίδη,«Η χαρισματική παρουσία του πρωτοτύπου στην εικόνα του κατά την εικονολογία της Εκκλησίας», στο Οικοδομή και Μαρτυρία - Έκφρασις αγάπης και τιμής εις τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιον, (Β' Τιμητικός Τόμος), Κοζάνη 1992, σελ. 405 – 420.

[40] Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, Λόγος 3,  PG 94, 1352CD.

[41]Δεκάλογος τῆς κατά Χριστόν νομοθεσίας, PG 150, 1093Α.

[42]Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Η θεραπεία του κόσμου. Η Ορθόδοξη Θεολογία απέναντι  στις σύγχρονες προκλήσεις, Θεσσαλονίκη  2004,σελ. 152.

[43] Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, Λόγος 3,PG 94, 1352C.

[44] Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή,  Ιχνηλάτης Αληθείας. ο.π., σελ. 227.

[45] Ο Απόστολος Ιάκωβος αναφέρει το παράδειγμα του προφήτη Ηλία ο οποίος αν και ήταν ένας κοινός άνθρωπος, όμως ήταν πολύ πιστός, ο οποίος προσευχήθηκε στο Θεό και ο Θεός δεν έριξε βροχή για πολύ χρόνο, και πάλι προσευχήθηκε και ο Θεός επέτρεψε να βρέξει και η γη ξαναβλάστησε: «Ηλίας ἄνθρωπος ἦν ὁμοιοπαθὴς ἡμῖν, καὶ προσευχῇ προσηύξατο τοῦ μὴ βρέξαι, καὶ οὐκ ἔβρεξεν ἐπὶ τῆς γῆς ἐνιαυτοὺς τρεῖς καὶ μῆνας ἕξ·  καὶ πάλιν προσηύξατο, καὶ ὁ οὐρανὸς ὑετὸν ἔδωκε καὶ ἡ γῆ ἐβλάστησε τὸν καρπὸν αὐτῆς»(Ιακ. 5, 17-18).

[46] Π. Παναγιωτίδη, Η πλάνη των Πεντηκοστιανών, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 87.

[47] Περί της αγίας Τριάδος, PG 75, 853CD και Εις το κατά Ιωάννην, PG 73,1045C. Περισσότερα για την εικόνα της μεσιτείας στον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, βλ. J. Liebaert, La doctrine christologique de Saint Cyrille d’ Alexandrie avant la querelle nestorienne, Lille 1951,σελ.219εξ.

[48]Βλ.Η Βίβλος των θησαυρών, PG 75, 504A, 241D, Λόγος κατά των μη βουλομένων ομολογείν Θεοτόκον την αγίαν Παρθένον, PG 76,269AB.

[49] Β΄Βασ.1,11-12: «καὶ ἐκράτησε Δαυὶδ τῶν ἱματίων αὐτοῦ καὶ διέρρηξεν αὐτά, καὶ πάντες οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ διέρρηξαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν. 12 καὶ ἐκόψαντο καὶ ἔκλαυσαν καὶ ἐνήστευσαν ἕως δείλης ἐπὶ Σαοὺλ καὶ ἐπὶ ᾿Ιωνάθαν τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὸν λαὸν ᾿Ιούδα καὶ ἐπὶ τὸν οἶκον ᾿Ισραήλ, ὅτι ἐπλήγησαν ἐν ρομφαίᾳ». 

[50] Νεεμίας, 9,1-3: «Και ἐν ἡμέρᾳ εἰκοστῇ καὶ τετάρτῃ τοῦ μηνὸς τούτου συνήχθησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἐν νηστείᾳ καὶ ἐν σάκκοις καὶ σποδῷ ἐπὶ κεφαλῆς αὐτῶν. καὶ ἐχωρίσθησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἀπὸ παντὸς υἱοῦ ἀλλοτρίου καὶ ἔστησαν καὶ ἐξηγόρευσαν τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν καὶ τὰς ἀνομίας τῶν πατέρων αὐτῶν. καὶ ἔστησαν ἐπὶ τῇ στάσει αὐτῶν καὶ ἀνέγνωσαν ἐν βιβλίῳ νόμου Κυρίου Θεοῦ αὐτῶν καὶ ἦσαν ἐξαγορεύοντες τῷ Κυρίῳ καὶ προσκυνοῦντες τῷ Κυρίῳ Θεῷ αὐτῶν».

[51]Β΄Μακ.12,43-45: «ὁ δὲ γενναῖος ᾿Ιούδας παρεκάλεσε τὸ πλῆθος συντηρεῖν ἑαυτοὺς ἀναμαρτήτους εἶναι, ὑπ᾿ ὄψιν ἑωρακότας τὰ γεγονότα διὰ τὴν τῶν προπεπτωκότων ἁμαρτίαν. ποιησάμενός τε κατ᾿ ἀνδραλογίαν κατασκευάσματα εἰς ἀργυρίου δραχμὰς δισχιλίας, ἀπέστειλεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα προσαγαγεῖν περὶ ἁμαρτίας θυσίαν, πάνυ καλῶς καὶ ἀστείως πράττων ὑπὲρ ἀναστάσεως διαλογιζόμενος·  εἰ γὰρ μὴ τοὺς προπεπτωκότας ἀναστῆναι προσεδόκα, περισσὸν ἂν ἦν καὶ ληρῶδες ὑπὲρ νεκρῶν προσεύχεσθαι.  εἶτ᾿ ἐμβλέπων τοῖς μετ᾿ εὐσεβείας κοιμωμένοις κάλλιστον ἀποκείμενον χαριστήριον, ὁσία καὶ εὐσεβὴς ἡ ἐπίνοια· ὅθεν περὶ τῶν τεθνηκότων τὸν ἐξιλασμὸν ἐποιήσαντο τῆς ἁμαρτίας ἀπολυθῆναι».

[52] Δογματική και Συμβολική Θεολογία, τ.Γ, Θεσσαλονίκη 1997,  σελ. 547.

[53] Βλ.την ομιλία του Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου, Άγιος Εφραίμ Κατουνακιώτης· ο Μάρτυς της Υπακοής,https://www.youtube.com/

[54] Επισκοπικός Λόγος. Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων: «Ο Γέροντας μου, Όσιος Γεράσιμος ο Υμνογράφος», Α' , στο https://www.youtube.com/

[55] «Σύγχρονες Μορφές της Εκκλησίας»: Όσιος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης – Το χάρισμα της υμνογραφίας, το έργο και η τιμή στον Απόστολο Παύλο 

https://www.orthodoxianewsagency.gr/

Πηγή: https://www.impantokratoros.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.