Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος
Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ
— Θα ήθελα ακόμη, Γέροντα, να μου εξηγήσετε περισσότερο και να μου αναπτύξετε αυτό που έλεγα προηγουμένως, τις διαφορές μεταξύ της «ευχής» και της μεθόδου γιόγκα και να μου φανερώσετε την ανωτερότητά της έναντι και των άλλων ανατολικών θρησκειών, αφού μάλιστα διαθέτετε πολλή πείρα.
— Το θέμα είναι πολύ μεγάλο, παιδί μου, και πολλά μπορεί κανείς να πη. Απ’ αυτά που είπα προηγουμένως φαίνονται μερικά:
Πρώτον. Στην «ευχή» εκφράζεται έντονα η πίστι στον Θεό, ο Οποίος εδημιούργησε τον κόσμο, τον κυβερνά και τον αγαπά. Είναι Πατέρας στοργικός, που ενδιαφέρεται να σώση το πλάσμα Του. Η σωτηρία επιτυγχάνεται «εν τω Θεώ». Γι’ αυτό και προσευχόμενοι Τον παρακαλούμε λέγοντες· «ελέησόν με». Βρίσκεται μακριά από τον αθλητή της νοεράς προσευχής η αυτολύτρωσι και αυτοθέωσι, γιατί αυτή ήταν η αμαρτία του Αδάμ, η αμαρτία της πτώσεως, θέλησε να γίνη Θεός έξω από εκείνο που ο Θεός του είχε ορίσει. Η σωτηρία δεν επιτυγχάνεται «δι’ εαυτού και εξ εαυτού», όπως λέγουν τα ανθρώπινα αυτά συστήματα, αλλά «εν τω Θεώ».
Δεύτερον. Με την «ευχή» δεν αγωνιζόμαστε να συναντήσουμε έναν απρόσωπο Θεό. Δεν επιδιώκουμε την ανύψωσί μας εις το «απόλυτον μηδέν», αλλά η προσευχή μας συγκεντρώνεται στον προσωπικό Θεό, τον θεάνθρωπο Ιησού, εξού και το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού». Στον Χριστό συναντάται η θεία και ανθρώπινη φύσι, δηλ. όλος ο Θεός Λόγος και όλος ο άνθρωπος, «εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς». Επομένως η ανθρωπολογία και σωτηριολογία του ορθοδόξου μοναχισμού συνδέεται στενά με την Χριστολογία. Εμείς αγαπούμε τον Χριστό και τηρούμε τις εντολές Του. Στο θέμα αυτό δίδουμε μεγάλη βαρύτητα. Επιμένουμε στην εφαρμογή των εντολών του Χριστού. Ο Ίδιος είπε· «εάν αγαπάτε με τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε». Αγαπώντας τον Χριστό και τηρώντας τις εντολές Του, ενούμεθα με ολόκληρη την Παναγία Τριάδα.
Τρίτον. Με την νοερά και αδιάλειπτη προσευχή δεν ερχόμαστε σε κατάστασι υπερηφάνειας. Τα συστήματα που μου ανέφερες προ ολίγου διακατέχονται από μια υπερηφάνεια. Εμείς με την «ευχή» αποκτούμε την μακαρία κατάστασι της ταπεινοφροσύνης. «Ελέησόν με» λέμε και θεωρούμε τον εαυτό μας χειρότερο απ’ όλους. Δεν περιφρονούμε κανένα αδελφό. Κάθε υπερηφάνεια είναι ξένη από τον αθλητή της «ευχής». Και όποιος την έχει είναι ανόητος.
Τέταρτον. Η σωτηρία, όπως είπαμε, δεν είναι αφηρημένη κατάσταση, αλλά ένωσι με τον Τριαδικό Θεό «εν τω προσώπω» του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αλλά αυτή η ένωση δεν εξαλείφει τον ανθρώπινο παράγοντα. Δεν αφομοιούμεθα, εφ’ όσον είμαστε και μείς ιδιαίτερα πρόσωπα.
Πέμπτον. Κατά την πορεία της προσευχής αποκτούμε την ικανότητα να διακρίνουμε την πλάνη. Βλέπουμε και διακρίνουμε τις κινήσεις του Σατανά, αλλά και τις ενέργειες του Χριστού. Αναγνωρίζουμε δηλ. το πνεύμα της πλάνης, που πολλές φορές μετασχηματίζεται και σε Άγγελον φωτός. Άρα ξεχωρίζουμε το καλό από το πονηρό, το άκτιστο από το κτιστό.
Έκτον. Ο αγώνας για την «ευχή» συνδέεται με την κάθαρσι της ψυχής και του σώματος από την φθοροποιό επίδρασι των παθών. Δεν επιδιώκουμε να φθάσουμε στην απάθεια την στωϊκή, αλλά την δυναμική, δηλ. όχι στην νέκρωσι του πάθους, αλλά στην μεταμόρφωση αυτού. Χωρίς το «απαθές πάθος» δεν μπορεί κανείς ν’ αγαπήση τον Θεό και να σωθή. Αλλά επειδή αυτή η αγάπη έχει διαφθαρή και διαστραφή, γι’ αυτό και επιδιώκουμε την μεταμόρφωση. Αγωνιζόμαστε να μεταμορφωθούμε από τις παραμορφωτικές καταστάσεις, που δημιούργησε ο Διάβολος. Δίχως αυτόν τον προσωπικό αγώνα που γίνεται με την Χάρι του Χριστού, δεν μπορούμε να σωθούμε. «Δαιμόνων εστί θεολογία η δίχα πράξεως γνώσις» κατά τον Αγ. Μάξιμο.
Έβδομον. Με την «ευχή» δεν επιδιώκουμε να οδηγήσουμε τον νου στο απόλυτο μηδέν, αλλά να τον στρέψουμε στην καρδιά και να φέρουμε την Χάρι του Θεού μέσα στην ψυχή, από την οποία θα επεκταθή και στο σώμα. «Η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί». Το σώμα, κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας μας, δεν είναι κακό, αλλά κακό είναι τα σαρκικό φρόνημα. Δεν είναι το «ένδυμα της ψυχής», όπως λέγουν τα φιλοσοφικά συστήματα, που πρέπει να επιδιώξουμε να το πετάξουμε, αλλά να το σώσουμε. Άλλωστε σωτηρία σημαίνει λύτρωσι όλου του ανθρώπου (ψυχής και σώματος). Επομένως δεν επιδιώκουμε την καταστροφή του σώματος, αλλά πολεμούμε την σωματολατρεία. Ούτε θέλουμε την καταστροφή της ζωής. Δεν επιδιώκουμε να φθάσουμε στο σημείο να μη επιθυμούμε την ζωή, ώστε να παύση η οδύνη. Ασκούμεθα στην «ευχή» γιατί διψάμε από ζωή και θέλουμε να ζούμε αιώνια με τον Θεό.
Όγδοον. Δεν υπάρχει σε μας αδιαφορία για τον γύρω κόσμο. Τα διάφορα συστήματα που μου ανέφερες αποφεύγουν να σκεφθούν τα προβλήματα των ανθρώπων, ώστε να διατηρήσουν την ειρήνη τους και την απάθεια. Εμείς το αντίθετο επιδιώκουμε· προσευχόμαστε διαρκώς για όλους. Είμαστε ικέτες για όλο τον κόσμο. Άλλωστε σωτηρία είναι η ένωσι με τον Χριστό, ενώ είμαστε σε κοινωνία με τα άλλα πρόσωπα (ανθρώπους). Δεν μπορούμε να σωθούμε μόνον εμείς. Μια χαρά, που είναι μόνο δική μας, χωρίς να είναι και του κόσμου, δεν είναι πραγματική χαρά.
Ένατον. Δεν δίδουμε μεγάλη σημασία στις ψυχοτεχνικές μεθόδους, ούτε στις διάφορες στάσεις του σώματος. Μερικά απ’ αυτά τα θεωρούμε υποβοηθητικά με σκοπό να συγκεντρωθή ο νους στην καρδιά, δηλ. στην ουσία του, οπότε αμέσως καταργούνται. Επαναλαμβάνω, δεν επιδιώκουμε την απάθεια (αρνητική κατάσταση), αλλά την απόκτησι της θείας Χάριτος…
«ΜΙΑ ΒΡΑΔΥΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ» Κ’ ΕΚΔΟΣΗ – Ι.Μ.ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ – Σελ.45-49
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
https://www.impantokratoros.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.