ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
τοῦ Λάμπρου Κ. Σκόντζου
Θεολόγου – Καθηγητοῦ, Μέλους τοῦ Πν. Συμβ. τῆς ΠΕΓ
Στό προηγούμενο τεῦχος εἴχαμε ἀναλύσει τί εἶναι στήν οὐσία ἡ γιόγκα καί ὁ διαλογισμός. Στό παρόν ἄρθρο μας θά συσχετίσουμε τις δοξασίες αὐτές μέ τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα.
Ὑπάρχει διάχυτη ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ γιόγκα, μαζί μέ τόν ὑπερβατικό διαλογισμό, ταυτίζονται μέ τόν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό καί μάλιστα ὁρισμένοι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός πῆρε τόν Ἡσυχασμό καί τίς πρακτικές του ἀπό τόν Ἰνδουισμό! Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι αὐτή τήν ἄποψη προωθοῦν κυρίως οἱ διάφορες ἀποκρυφιστικές ὁμάδες, οἱ ὁποῖες ἀσκοῦν τήν γιόγκα καί τόν διαλογισμό, γιά νά προωθήσουν τίς θέσεις τους στήν ἑλληνική κοινωνία, νά γίνουν ἀποδεκτές οἱ πίστεις καί οἱ πρακτικές τους, ὡς δῆθεν ἐναρμονισμένες μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη καί παράδοση. Αὐτό εἶναι δυστυχῶς μέρος τοῦ γενικότερου προβλήματος, νά παρουσιάζονται οἱ διάφορες αἱρέσεις καί τά παραθρησκευτικά φαινόμενα μέ χριστιανικό καί φιλορθόδοξο προσωπεῖο, γιά λόγους σαφῶς παραπλανητικῆς τακτικῆς, τῶν ἀπληροφόρητων καί ἀφελῶν χριστιανῶν. Δέν εἶναι ἄλλωστε σπάνιο τό φαινόμενο, πολλοί πιστοί χριστιανοί νά μιλοῦν μέ κολακευτικά λόγια γιά τίς πρακτικές τῶν διαφόρων ἀποκρυφιστικῶν ὁμάδων καί νά ἀσκοῦν τίς πρακτικές τους, χωρίς δισταγμούς, μή γνωρίζοντας ὅτι ἔρχονται σέ εὐθεία ἀντίθεση μέ τίς ἀρχές τῆς χριστιανικῆς μας πίστεως καί θέτουν τή σωτηρία τούς ἐν ἀμφιβόλω.
Ἐν προκειμένω, γιά τήν γιόγκα καί τόν διαλογισμό, τά ὁποῖα εἶναι βασικά στοιχεῖα τῶν ἀνατολικῶν θρησκευμάτων, ἡ κατάσταση εἶναι πιό σύνθετη καί δύσκολη. Καί τοῦτο διότι κάποιοι προσπαθοῦν νά πείσουν ὅτι αὐτές οἱ μορφές θρησκευτικότητας καί πρακτικῆς τοῦ Ἰνδουισμοῦ καί τοῦ Βουδισμοῦ ἔχουν ἄμεση σχέση καί τά ἴδια «εὐεργετικά» ἀποτελέσματα μέ τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα καί μάλιστα μέ τόν Ἡσυχασμό.
Προβάλλουν κάποια ἐξωτερικά «κοινά» στοιχεῖα, γιά νά δείξουν τόν δῆθεν συσχετισμό τους μέ τόν ὀρθόδοξο Ἡσυχασμό. Συγχέουν λ.χ. τήν ησυχία μέ τήν ἀπόκοσμη ἀπομόνωση τῶν γκουροῦ, τήν ἀδιάλειπτη μονολόγιστη προσευχή μέ τόν ὑπερβατικό διαλογισμό, τήν ὀρθόδοξη ἀσκητικότητα μέ τήν ἐξουθένωση τῶν γιόγκι, τήν ἀποχή ἀπό ζωικές τροφές μέ τήν ὀρθόδοξη νηστεία, κ.ο.κ.
Ὅμως, ὑπάρχει χάσμα ἀγεφύρωτο ἀνάμεσα στήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα καί τά σύγχρονα αὐτά εἰδωλολατρικά καί πολυθεϊστικά θρησκεύματα. Οὐδεμία σχέση μπορεῖ νά ἔχουν οἱ δοξασίες καί οἱ πρακτικές τῆς γιόγκα καί τοῦ ὑπερβατικοῦ διαλογισμοῦ, καί τῶν ἄλλων θρησκευτικῶν πράξεων, μέ τόν ὀρθόδοξο Ἡσυχασμό, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τήν κορωνίδα τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητας καί γενικά τήν ὀρθόδοξη πίστη μας. Παρά τίς φαινομενικές «ὁμοιότητες» κάποιων ἐξωτερικῶν πρακτικῶν, δέν ἔχουν κανένα κοινό στοιχεῖο, ὅσον ἀφορᾶ τή θεολογία, τήν ἀνθρωπολογία καί τή σωτηριολογία.
Στά ἀνατολικά θρησκεύματα δέν ὑπάρχει ὕψιστος προσωπικός Θεός. Δέν ὑπάρχει κακό καί καλό, ἀλλά τήν ἀνθρώπινη ζωή ὁρίζει ἀπόλυτα τό μοιρολατρικό «κάρμα» καί ὡς ἐκ τούτου δέν ἀπαιτεῖται σωτῆρας, διότι «σωτῆρας» εἶναι ὁ ἴδιος ὁ άνθρωπος γιά τόν ἑαυτό του, ὁ ὁποῖος «σώζεται» διά τῆς «ἀκρίβειας» τῶν ἀσκήσεων τῆς γιόγκα καί τοῦ ὑπερβατικοῦ διαλογισμοῦ. Ὁ γιόγκι ἀπομονώνεται, γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν «ἀρνητική ἐνέργεια» τῶν ἀνθρώπων καί γιά τήν πραγμάτωση τῆς «αὐτο-λύτρωσής» του. Στή γιόγκα ὁ γιόγκι «κατορθώνει» νά νικήσει τόν «νόμο» τῆς σαμσάρα καί νά ἑνωθεῖ μέ τό ἀπρόσωπο Βράχμα, μέ τίς δικές του «ἱκανότητες», «ἀναγκάζοντας» τό «θεῖον» νά ἑνωθεῖ μαζί του! Πρόκειται σαφῶς γιά δαιμονική κατάσταση, ἀφοῦ πρῶτος ὁ διάβολος ἀποπειράθηκε νά γίνει ἀπό μόνος του Θεός! Μέ τόν διαλογισμό ἐπιχειρώντας νά «ἀδειάσει» τήν ὕπαρξή του, ἀναιρεῖ τό θεῖο δῶρο τῆς προσωπικῆς ζωῆς καί ἀποζητᾶ τήν ἀπρόσωπη «ὕπαρξη», ἤτοι: τό ἀτομικό του σβήσιμο, σέ κάποιο ἀπρόσωπο «θεῖον», τό Βράχμα ἤ τή Νιρβάνα. Ἀπαξιώνει τήν ἐνσυνείδητη ζωή μέ τήν ἄτακτη καί ἐπώδυνη φυγή ἀπό τήν πραγματικότητα, γιά χάρη μιᾶς νοσηρῆς «ἡρεμίας», ἡ ὁποία εἶναι στήν οὐσία αὐταπάτη, μᾶλλον μιά σοβαρή δαιμονική ἀπάτη.
Ἀντίθετα στήν ὀρθόδοξη ἡσυχαστική παράδοση ὁ ἡσυχαστής, πιστεύει στόν προσωπικό Τριαδικό Θεό τῆς ἀγάπης καί ἐναποθέτει σ᾽ Αὐτόν, μέ ταπείνωση καί συντριβή, τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό του. Ἔχοντας ἀπόλυτη συναίσθηση τῆς πραγματικότητας, βιώνει ἐνσυνείδητα κατάσταση ἡρεμίας καί ἐσωτερικής γαλήνης. Μέ διάθεση ταπείνωσης καί αἴσθηση τῆς μικρότητάς του καί τῆς σχετικότητάς του, ἀναλογίζεται τήν ἁμαρτωλότητά του, ἀνοίγει τήν καρδιά του, διά τῆς ἡσυχίας καί νοερᾶς προσευχῆς, νά εἰσέλθει στό εἶναι του, ἡ θεία χάρις, νά τόν ἀπολυτρώσει ἀπό τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία γεννᾶ τή φθορά καί τόν θάνατο (Ρωμ. στ’ 18), νά τόν σώσει, δηλαδή νά τόν καταστήσει σῶο, ὁλόκληρο, νά τόν ἑνώσει μέ τόν Θεό, νά λάβει τήν υἱοθεσία Του (Γαλ. δ’4) καί νά ἀξιωθεῖ τῆς κατά χάριν θεώσεως.
Δέν ἀποξενώνεται ἀπό τήν πραγματικότητα, ἀλλά ζεῖ «ἐν τῇ μονώσει» του τήν κοινωνία τοῦ Θεοῦ, «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» καί τῶν συνανθρώπων του, γιά τούς ὁποίους προσεύχεται καί εὔχεται γιά τή σωτηρία τους. Δέν ἀπομονώνεται γιά νά «ἀπαλλαγεῖ» ἀπό τούς συνανθρώπους του, ἀλλά γιά νά ἀφιερωθεῖ ἀπερίσπαστος ἀπό τά ἐγκόσμια, στήν συνάντησή του μέ τόν Θεό, ἐκδηλώνοντας τήν ἀγάπη του γιά ὅλο τόν κόσμο μέ τήν ἀέναη προσευχή του γι᾽ αὐτόν. Ἡ ἡσυχία, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία δέν εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλά τά μέσα γιά τήν πραγματοποίηση τῆς ἑνώσεως μέ τόν Θεό καί τή θέα καί τή βίωση τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του. Δέν πιστεύει σέ μοιρολατρικές καταστάσεις καί σέ «ἐκπληρώσεις» ἐγκλημάτων δῆθεν «προηγούμενων ζωῶν του» πού δέν γνωρίζει, ἀλλά ἀφήνεται στήν πρόνοια, τό ἄπειρο ἔλεος καί τήν ἄμετρη ἀγάπη τοῦ προσωπικοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, βιώνοντας τή χαρά καί τήν ἐλπίδα τῆς προσωπικῆς σχέσης του μέ Αὐτόν. Δέν ἐξαρτᾶται ἀπό ἀπρόσωπες «δυνάμεις», οἱ ὁποῖες «προκαθορίζουν» τό εἶναι του, ἀλλά ἀποζητᾶ τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες διαχέονται στή δημιουργία καί γίνονται δεκτικές καί ἐπωφελεῖς ἀπό ἀνθρώπους ταπεινούς καί πιστούς στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Πιστεύει ὅτι ὑπάρχουν ὄντως «κοσμικές δυνάμεις», οἱ ὁποῖες ἐπιδροῦν ὄντως στόν ἄνθρωπο, ἀλλά αὐτές εἶναι δαιμονικές καί τό ἔργο τους εἶναι καταστροφικό γιά ἐκεῖνον.
Ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος συνοψίζει ὡς ἑξῆς τίς χαώδεις διαφορές μεταξύ γιόγκα καί διαλογισμοῦ μέ τόν ὀρθόδοξο Ἡσυχασμό: «Συνοπτικά, ὁ γιόγκι ἀποδύεται σ᾽ ἕναν ἀγῶνα, στόν ὁποῖο ἀρχικά τόν ὁδηγεί ἕνας γκουρού, ἀλλά στή συνέχεια προχωρεῖ μόνος μέσα σέ μία φοβερή μοναξιά, προσπαθώντας νά νεκρώσει κάθε στοιχεῖο τοῦ προσώπου του, διαλυόμενος μέσα στή σιωπή του ἀπρόσωπου Ἀπολύτου. Ἀντίθετα ὁ χριστιανός, μοναχός ἤ καί λαϊκός, διεξάγει τόν ἀγῶνα του μέσα στό φῶς τῆς ἐλπίδας καί τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, μέσα στή δοξολογική κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας, παραδιδόμενος στή χάρη τοῦ Θεοῦ καί στήν ἀγάπη του».
Εἶναι λοιπόν εὐνόητο πώς, ἡ γιόγκα, ὁ ὑπερβατικός διαλογισμός καί ὅλες οἱ πρακτικές τῆς «ἀνατολικῆς θρησκευτικότητας», εἶναι ἀπόλυτα ἀσύμβατες μέ τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική μας Πίστη καί Παράδοση. Ἐμεῖς ἀναγνωρίζουμε ὡς Σωτῆρα καί Λυτρωτή μας τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τόν Σαρκωμένο Θεό μας. Αὐτός μέσω τῆς Ἁγίας Του Ἐκκλησίας, μπορεῖ νά μᾶς σώσει ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας, τή φθορά καί τόν θάνατο καί νά μᾶς ἑνώσει πραγματικά μέ τόν ἀληθινό Τριαδικό Θεό καί ὄχι ὁ ἀνίσχυρος πτωτικός ἑαυτός μας, μέ τίς ὅποιες ἀσκήσεις γιόγκα καί τόν διαλογισμό, ἄσχετα ἄν ἔχουν αὐτές ἐνδεχομένως κάποια «εὐεργετικά» ἀποτελέσματα, ὡς σωματικές ἀσκήσεις. Ἐκεῖνος ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά ἔχουμε ἐμεῖς τή δυνατότητα νά γίνουμε θεοί κατά χάριν. Δέν θέλει νά μᾶς πάρει ἀπό τόν «κακό» κόσμο (Ἰωάν. ιζ’15), ἀλλά νά μᾶς σώσει ἀπό τόν πονηρό καί νά μᾶς μεταμορφώσει, μαζί μέ ἐκεῖνον, σέ «καινή κτίση» (Β’ Κορ. ε’ 17). Πιστεύουμε στήν ἀέναη πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί ἀπορρίπτουμε τό μοιρολατρικό κάρμα. Πιστεύουμε στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί ἀπορρίπτουμε τήν πίστη στή μετενσάρκωση καί μετεμψύχωση, ὡς λίαν βλαπτικές γιά τή σωτηρία μας πίστεις, οἱ ὁποίες μᾶς ἀποκόβουν ἀπό τόν Θεό καί μᾶς στεροῦν τή χάρη τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας καί ἀπολυτρώσεως. Ἔχουμε σαφή ἀντίληψη τῶν περιορισμένων δυνατοτήτων μας ὡς ἄνθρωποι, ἀπορρίπτοντας τή δαιμονική δοξασία τῆς «Νέας Ἐποχῆς», τήν ὁποία ἄντλησε ἀπό τά ἀνατολικά θρησκεύματα, τῆς δῆθεν «θεότητας τοῦ ἀνθρώπου».
Διάγουμε, τέλος, τή ζωή μας «μετά χαρᾶς εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ καί πατρί τῷ ἱκανώσαντι ἡμᾶς εἰς τήν μερίδα τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων ἐν τῷ φωτί, ὅς ἐρρύσατο ἡμᾶς ἐκ τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους καί μετέστησεν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ υἱοῦ τῆς ἀγάπης αὐτοῦ, ἐν ᾧ ἔχομεν τήν ἀπολύτρωσιν, τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν» (Κολ. α’ 11-14).
Περιοδικό «διάλογος»
Τεύχος 106
Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.