Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος - θεολόγος
«Ἔλθετε πρός με καὶ ἀρύσασθε ὕδωρ ζῶν»
Ὁ ἀνθρώπινος ὀργανισμός, γιὰ νὰ λειτουργήσῃ, χρειάζεται νὰ καλύψῃ τὶς διάφορες φυσικές του ἀνάγκες, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ πλέον ἐπιτακτικὴ εἶναι ἡ δίψα. Ὡς γνωστόν, ὁ ἄνθρωπος χωρὶς φαγητὸ μπορεῖ νὰ ἀντέξῃ κάποιο διάστημα, χωρὶς νερὸ ὅμως γρήγορα χάνει τὶς δυνάμεις του καὶ ξεψυχᾶ.
Γιὰ αὐτὴν τὴν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νὰ ξεδιψάσῃ, κυριολεκτικὰ καὶ μή, γιὰ τὴν φυσικὴ ἀλλὰ καὶ τὴν πνευματική δίψα γίνεται λόγος στὸ Εὐαγγέλιο τὴν Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος. Ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὡς ἄνθρωπος, διψᾶ, «κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας» καὶ ἐξαντλημένος ἀπὸ τὸν καύσωνα, καθὼς ἔχει διανύσει μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές Του μὲ τὰ πόδια τὸν μακρὺ δρόμο ἀπὸ τὴν Ἰουδαία, κατευθυνόμενος πρὸς Βορρᾶν, πρὸς τὴν Γαλιλαία, γιὰ νὰ συνεχίσῃ τὸ ἔργο Του.
Ἐκεῖ, στὴν Σαμάρεια, στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, ὅπου στάθηκε, γιὰ νὰ ξαποστάσῃ, συνάντησε τὴν Σαμαρείτιδα, ποὺ κατὰ τὴν καθημερινή της συνήθεια ἦρθε νὰ ἀντλήσῃ ὕδωρ. Αὐτὴ ἡ «τυχαία» συνάντηση ἔγινε ἀφορμὴ ἑνὸς διαλόγου μοναδικοῦ σὲ ἔκταση, σὲ δομὴ καὶ σὲ βάθος νοημάτων. Πράγματι, «ἄριστον παιδαγωγὸν» χαρακτηρίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τὸν Χριστό, ποὺ ὡς παντογνώστης, ἑπομένως καὶ καρδιογνώστης, διάβασε τὰ ἐσώψυχα τῆς γυναικὸς καὶ τὴν κατηύθυνε σταδιακὰ ἀπὸ τὰ κατώτερα στὰ ἀνώτερα, ἀπὸ τὰ ὑλικὰ στὰ πνευματικά, ἀπὸ τὰ γήϊνα στὰ οὐράνια.
Περιττό, ἀσφαλῶς, νὰ ἀναφέρωμε ὅτι οὔτε τυχαία ἦταν ἡ συνάντηση οὔτε τυχαῖο ἦταν τὸ πρόσωπο μὲ τὸ ὁποῖο διαλέχθηκε ὁ Χριστός. Ἐκεῖνος ποὺ κάνει τὰ πάντα, γιὰ νὰ εὕρῃ τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο, Ἐκεῖνος ποὺ ἦλθε, γιὰ νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὴν πλάνη, τὴν ἀσθένεια καὶ αὐτὸν τὸν θάνατο, Ἐκεῖνος ποὺ θεράπευσε τὸν τυφλό, ἔκανε καλὰ τὸν κωφὸ καὶ δαιμονισμένο καὶ τὸν κάθε ἀναξιοπαθοῦντα, Ἐκεῖνος ποὺ δέχθηκε τὴν μετάνοια τοῦ Ζακχαίου καὶ τὰ δάκρυα τῆς πόρνης, ποὺ ἀνέστησε τὸν μονάκριβο γιὸ τῆς χήρας καὶ τὸν ἀγαπημένο δοῦλο τοῦ ἑκατοντάρχου, Ἐκεῖνος ποὺ δὲν κατέκρινε τὸν ἁμαρτωλὸ ἀλλὰ μόνον τὴν ἁμαρτία, δὲν θὰ ἔβρισκε ἄραγε τὸν τρόπο νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ πλὴν ὅμως καλοπροαίρετη κόρη τῆς Σαμαρείας;
Ὁ Κύριος, γιὰ νὰ τὴν προσεγγίσῃ, «ἐξῃτήσατο ὕδωρ πιεῖν ἐξ αὐτῆς, διψῶν τὴν ταύτης διόρθωσιν καὶ σωτηρίαν» καὶ «ταύτην ἀνέλκουσαν πόμα τοῦ ὕδατος, αὐτὸς ἀνέλκει, καὶ πόματος πληροῖ τοῦ ζῶντος» (Στιχηρὸ προσόμοιο, Τετάρτη τὸ ἑσπέρας τῆς Ε’ Ἑβδομάδος ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση). Ἀξίζει, παρεμπιπτόντως, νὰ σημειωθῆ ὅτι ἡ ὑμνολογία ὅλων τῶν ἡμερῶν ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν κυριώνυμο ἡμέρα κάθε ἑορτῆς, μέχρι καὶ τὴν ἀπόδοσή της, ἀναφέρεται καθημερινὰ στὸ ἴδιο γεγονὸς μὲ ποικίλα τροπάρια, πλὴν ἀσφαλῶς τοῦ Κοντακίου καὶ τοῦ Ἀπολυτικίου! Ἀποτελεῖ καὶ αὐτὸ μιὰ τρανὴ ἀπόδειξη γιὰ τὴν σοφία καὶ τὴν παιδαγωγία τῶν τὰ πάντα καλῶς διαταξαμένων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας!
Ἑπομένως, κατὰ τὰ ἀνωτέρω, ὁ Κύριος διψᾶ γιὰ τὴν διόρθωση καὶ τὴν σωτηρία τῆς Σαμαρείτιδος, καὶ φυσικὰ τῆς κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς, καὶ σ’ αὐτὴν ποὺ διψᾶ γιὰ τὸ φυσικὸ ὕδωρ τῆς προσφέρει ἁπλόχερα καὶ τὸ πνευματικό, ἐφ’ ὅσον εἶναι ἡ «πηγὴ τῆς ζωῆς». Στὸν μεταξύ των διάλογο ὁ Χριστὸς σπάει ὅλα τὰ στεγανά: Συνομιλεῖ μὲ μιὰ γυναῖκα καὶ δὴ Σαμαρείτιδα, πράγμα ἀδιανόητο γιὰ ἕναν ἄνδρα καὶ μάλιστα Ἰουδαῖο, καὶ ἀποκαλύπτει σὲ αὐτὴν τὴν ξένη καὶ ἁμαρτωλή, ἀλλὰ διψασμένη γιὰ τὴν ἀλήθεια, ὄχι μόνον ποιός εἶναι ἀλλὰ καὶ πῶς λατρεύεται ὁ ἀληθινὸς Θεός! Τὰ πάντα ἐνεργεῖ ὁ πανάγαθος Κύριος χάριν τῆς σωτηρίας μιᾶς διψῶσας ψυχῆς ποὺ δὲν ἱκανοποιεῖται τελικὰ μὲ τὸ λίγο καὶ φθαρτὸ φυσικὸ ὕδωρ, ἀλλὰ ἀναζητεῖ τὸ πολὺ καὶ τὸ αἰώνιο, τὸ ζῶν ὕδωρ, γιὰ νὰ κορέσῃ τὴν δίψα της. Ὅπως ἡ ἔλαφος «ἐπιποθεῖ ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων», ἔτσι καὶ ἡ δική της διψῶσα ψυχὴ ἐπιζητοῦσε νὰ βρῆ τὴν πηγὴ τοῦ μόνου καθαροῦ ὕδατος, «τοῦ ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον» ποὺ θὰ τὴν ξεδιψάσῃ ἐπὶ τέλους ἀπὸ τὴν προηγούμενη βασανιστική της δίψα, -τὴν φυσικὴ ἀλλὰ καὶ τὴν δίψα τῆς ἁμαρτίας ποὺ τὴν κατέτρωγε ἐπὶ χρόνια.
Ἡ ὑμνογραφία, πάντως, δὲν στέκεται τόσο στὴν δυσκαταμάχητη αὐτὴ διπλῆ δίψα, ἀλλὰ τονίζει μᾶλλον τὴν ἐπιθυμία τῆς γυναικὸς νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸ βάσανό της. Προβάλλει, μάλιστα, τὴν «πίστη», τὴν «σύνεση» καὶ τὴν φιλαδελφία της, διότι, μόλις ἡ ἴδια ξεδιψᾶ, νοιώθει πλέον τὴν ἀνάγκη νὰ μοιραστῆ μὲ τοὺς συμπολίτες της τὴν χαρὰ τῆς προσωπικῆς της συναντήσεως μὲ τὸν Κύριο, ὥστε νὰ ὠφεληθοῦν καὶ οἱ ἴδιοι, ἀναζητῶντας -γιατὶ ὄχι- νὰ συναντηθοῦν καὶ αὐτοὶ μαζί Του καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν, ὅπως ἐκείνη, ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας στὸ φῶς τῆς σωτηρίας, γινόμενοι, ἔτσι, μὲ τὴν σειρά των φωτεινοὶ γιὰ τοὺς ἄλλους!
Ὅσο γιὰ μᾶς, τοὺς κάθε λογῆς ἁμαρτωλούς, καιρὸς νὰ κάνωμε τὴν αὐτοκριτική μας καὶ νὰ ἀναρωτηθοῦμε: Ἔχομε συνειδητοποιήσει τὴν ἁμαρτωλότητά μας; Ἐὰν ναί, τότε τί κάνομε; Ἐπιζητοῦμε τὴν σωτηρία μας, ὅπως ἡ «συνετή» ἐκείνη κόρη; Διψᾶμε, ὅσο ἐκείνη, γιὰ τὸ «ἀΐδιον ὕδωρ» ἤ ἐξαντλοῦμε τὴν δίψα μας σὲ «φθηνό» ὕδωρ ἔνθεν κἀκεῖθεν; Φλεγόμαστε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ σβήσωμε τὰ ἁμαρτωλά μας πάθη ἢ μήπως συνεχίζομε νὰ φλεγόμαστε ἀπὸ αὐτά;
Ὁ Κύριος, διακριτικὸς ὅπως πάντοτε, σέβεται τὴν ὅποια ἐπιθυμία μας καὶ δὲν ἐκβιάζει τὴν θέλησή μας. Ὁ λόγος Του εἶναι ξεκάθαρος καὶ διαχρονικός: «Οἱ δίψης ἔμπλεοι πρός με ἔλθετε καὶ ἀρύσασθε ὕδωρ ζῶν, δι’ οὗ τρυφῆς καὶ χάριτος, ζωῆς τε τῆς ἀθανάτου ἐπαπολαύσετε πάντες». Ἡ Σαμαρείτιδα, πάντως, ἀξιοποίησε τὴν πλουσιοπάροχη προσφορὰ τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρα της καὶ ἔλαβε ἀπὸ Αὐτὸν ὄχι μόνον «τὸ ὕδωρ τῆς πίστεως» ἀλλὰ πολὺ περισσότερο «τῆς κολυμβήθρας τὰ νάματα, ἀγαλλίασιν καὶ λύτρωσιν».
Εἴθε καὶ ἐμεῖς νὰ τὴν μιμηθοῦμε στὴν ζήτηση τῆς «πηγῆς τῆς ζωῆς», ποὺ εἶναι ἀκένωτη καὶ ἀστείρευτη καὶ ἔχει τὴν δύναμη νὰ μᾶς ξεδιψάσῃ ὅλους, νὰ μᾶς λυτρώσῃ ἀπὸ τὴν ἐπίπονη δίψα καὶ νὰ μᾶς χαρίσῃ τὴν αἰώνια ζωή.
Ἁγία τοῦ Θεοῦ, Φωτεινή (Σαμαρείτιδα), φώτισον καὶ ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς. Γένοιτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.