1. Θεραπεία τον αδελφού Ιεροθέου υπό της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Εις τας 24ας Απριλίου 1954 ημέραν Παρασκευήν, πριν κτυπήση ο κώδων διά την παράκλησιν, ευρισκόμενος εν τω ιατρείω, επεσκέψατό με ο αδελφός Ιερόθεος, όστις υπέφερεν από ρευματισμούς και διηγήσατό μοι πώς τον εθεράπευσεν η Θεοτόκος.
«Εκείνον τον χρόνον το 1944, όταν ετελείωσεν η συγκομιδή των κρομμυδιών, κατά Αύγουστον μήνα, κατέβηκα εις την Μονήν και, μετά μίαν εβδομάδα, με έστειλαν και εμένα εις τον τρύγον μαζί με άλλους τρυγητός εις το μετόχιόν μας τον Μονοξυλίτην, κατά την συνήθειάν μας[1]. Εις το ταξείδι, όπου επηγαίναμε με την βάρκα, άρπαξα ένα δυνατό κρυολόγημα, «πούντα» σωστή. Εβγήκαμε εις το μετόχιον και εγώ εκατοίκησα εις το δωμάτιο, δίπλα του αρχονταρικιού, όπου συνήθως έχομε τις στάμνες με το νερό. Οικονόμος τότε ήτο ο γέρων Γρηγόριος.
Αρχίσαμε να τρυγούμε αλλ' εγώ είχα ένα βήχα, βήχα! Θεέ μου, φύλαττε! Δεν τους άφηνα να ησυχάσουν. Ένα βράδυ εκεί, όπου είμεθα στην απλωταριά, μου λέγει ο πατήρ Ζαχαρίας:
Άνοιξε το στόμα σου να ιδώ πώς είναι ο λαιμός σου. Αφού με είδε, «Ω, μου λέγει, κακομοίρη, ο λαιμός σου έκλεισε. Ο σταφυλίτης[2] έγινε χονδρός σαν το χέρι και έφραξε τον φάρυγγά σου τελείως" θαρρώ σε μερικές ημέρες θα πας για το άλλο ...; χωριό». Είχα δύο ήμερες να φάγω ψωμί. Δεν κατέβαινε κάτω.
Πηγαίνω εις τον οικονόμο και του είπα έτσι με παρακάλια: «Πάτερ Γρηγόριε, έφραξε ο λαιμός μου, δεν τρώγω τίποτε, δόσε μου κανά χορταρικό να βράσω για τσάϊ ίσως με ωφελήσει». Αυτός ο ευλογημένος, δεν ξέρω, ίσως με άλλους ήταν θυμωμένος και με αποπήρε. Έτσι με περιφρόνησε λέγοντας:
Άϊντε, τσάϊ μου γυρεύεις, αφού όλη την ημέρα δουλεύεις, τώρα μου κάνεις τον άρρωστο; Καμώματα, άϊντε φύγε, δεν έχω τσάϊ να σου δώσω.
«Σαν τ΄ άκουσα αυτά, πάτερ Λάζαρε, πολύ ελυπήθηκα, αλλά εσιώπησα και επήγα εις την κάμαρά μου με πολύ παράπονο μισοκλαίοντας. Εδιάβασα μόνος μου το Απόδειπνο και εκοιμήθηκα χωρίς να βάλω στο στόμα μου τίποτε. Εξημέρωνε η εορτή της Παναγίας, στις 8 Σεπτεμβρίου. Όλη την νύκτα είχα μεγάλη στενοχώρια. Μ΄ επήρε ολίγος ύπνος στ΄ αρπαχτά. Ξυπνώ κατά τα μεσάνυχτα και, ω του θαύματος! βλέπω φως μέσα στην κάμαρα. Ένα φως διαφορετικό, κάτασπρο. Βρε, λέγω, τί φως είναι αυτό; Ακόμα είναι νύκτα. Ανοίγω την πόρτα να ιδώ μήπως από την λάμπα του διαδρόμου εμπήκε μέσα, αλλά η λάμπα ήταν σβηστή. Σηκώνω το κεφάλι μου επάνω από το κρεββάτι, όπου εκοιμόμουν και βλέπω εις το ράφι, μεγάλη η χάρις Σου Κυρία Θεοτόκε! Βλέπω μίαν εικόνα της Παναγίας, όπου άστραφτε. Άρχισα να την παρακαλώ και είπα τους χαιρετισμούς της. Σε λίγο, αδελφέ μου, μου φάνηκε, ότι έσπασε μέσα στο στήθος μου εκείνο το βάρος και η στενοχώρια και άρχισε να τρέχη από το στόμα μου μία ύλη βρωμερά σαν φλέγματα. Τί να σου είπω, επί πολλή ώρα! Εγέμισα μία καραβάνα, όπου είχα, και τα μανδύλια μου όλα. Έτρεξε, έτρεξε, εκαθάρισε όλο το σώμα μου. Από τότε, αδελφέ μου, μεγάλη η χάρις της, έφυγαν όλες οι ασθένειες πού είχα στο κορμί μου. Ούτε βήχας, ούτε πούντα, ούτε σταφυλίτης, ούτε ρευματισμοί, ούτε ...; ούτε άλλο τι. Έγινα τελείως υγιής. Και έως τώρα, με την βοήθειάν της, καμμία ασθένεια δεν με ηύρε».
Τον ηρώτησα, εάν προϋπήρχεν η φανείσα εικών της Παναγίας εις την κάμαράν του άνωθεν της κλίνης του και αν την επομένην ημέραν ήτο εκεί. «Όχι, μου λέγει, πού εικόνα! Δεν ήτο ούτε πρίν, ούτε μετά, αλλά για να μου δώση να καταλάβω ότι η Παναγία, μεγάλη η χάρις της! με εγιάτρευσεν, εφάνηκε την νύκτα η εικόνα της απαστράπτουσα εκείνο το κάτασπρο φως».
Αυτά ήκουσα από το ίδιο το στόμα του αδελφού Ιεροθέου και μου εφάνη καλόν να τα σημειώσω εις δόξαν και τιμήν της πανενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου.

2. Διήγησις του αδελφού Ιεροθέου.

Ενστάζων σιαγόνας τινός κολλυρίου εις τους αμβλυωπούντας οφθαλμούς του αδελφού Ιεροθέου, κατά την 11ην μηνός Φεβρουαρίου 1958 εν τω ιατρείω της Μονής, δραξάμενος της ευκαιρίας ο αδελφός μοι διηγήθη με την διακρίνουσαν αυτόν απλότητα και αφέλειαν την ακόλουθον διήγηση, ην και σημειώ προς γνώσιν και ωφέλειαν των μεταγενεστέρων εφ΄ω και ήρχισε λέγων μοι:
Πάτερ Λάζαρε, ένα θαυμάσιον πράγμα πού μου συνέβη αυτάς τας ημέρας!
Λέγε, Πάτερ Ιερόθεε, σ΄ ακούω ...;
Αυτάς τας ημέρας, αδελφέ, σου λέγω αυτά τα πνευματικά, γιατί ξεύρω ότι είσαι μυστικός, πού ξεθαρρώ να τα πώ σ΄ άλλον! Θα με περάση για τρελλόν ...;
Έχεις δίκαιο, του λέγω. Λέγε μου ν΄ ακούσω και ΄γώ δεν θα τα πω σε κανέναν.
Αυτάς τας ημέρας πού έρχεται η αποκριά του Τυροφάγου και την Τετάρτη μετά το τριήμερο, για να βρεθώ λιγάκι καθαρός και άξιος για την αγίαν Κοινωνίαν, όπου κατά την τάξιν της Μονής τότε πρέπει να κοινωνήσουμε, εβίασα τον εαυτό μου, αδελφέ, εγκρατευόμουν και τον κανόνα μου τις μετάνοιες και τα κομβοσχοίνια τα διπλασίασα. Τρεις τέσσερις ώρες αποβραδίς προσευχή, μετάνοιες κλπ., τα ξέρεις. Δύο ημέρες λοιπόν πριν της απόκρεω, Τυροφάγου, την νύκτα της 6ης προς την 7ην, καθώς προσηυχόμουν εις τας τρεις η ώρα της νυκτός, έξαφνα βλέπω το κελλί μου και εγέμισε φως! Φως, μα τί να σου πω; Όχι λάμπες, όχι ηλεκτρικά ...; αλλά σαν ήλιος κάτασπρος και μου φαινόταν ότι έβγαινε από την εικόνα όπου έχω της Παναγίας. Τον ερωτώ:
Όταν είδες αυτό το φως, εφοβήθηκες; Σου ήλθε δειλία;
Όχι, μου λέγει, δεν εφοβήθηκα, αλλά πολύ ευχαριστήθηκα και χαράν πολλήν αισθανόμην και άρχισα να λέγω τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και ότι άλλο ήξερα από την παράκλησην, από τα μεγαλυνάρια, Άξιον εστίν, και τα έψαλλα με πολλήν χαράν και ευχαρίστησιν!
Ταύτα άκουσας εξεπλάγην και συνεχάρην τον αδελφόν και εδόξασα την άπειρον ευσπλαγχνίαν του Χριστού και της Παναγίας Αυτού Μητρός, ότι τοις ταπεινοίς και ασήμοις με πολλήν επιείκειαν και ευσπλαγχνίαν συγκαταβαίνει και παρηγορεί τους οικείους του. Έπειτα τον ερώτησα:
Έως πόσην ώραν εστάθηκε το φως εις το κελλίον σου;
Και μου είπε:
Τρεις έως τέσσερες ώρες θαρρώ να εστάθηκε και ύστερα εχάθηκε.
Ας τα ακούσουν άπαντες οι εγγράμματοι, οι πολύξεροι και οι τα μεγάλα αξιώματα και θέσεις κατέχοντες και οι δοκούντες είναι τι.

Σημειώσεις:

1. Ο τρύγος εις τον Μονοξυλίτη είναι η πιο χαρακτηριστική «παγκοινιά»" δηλαδή συλλογική εργασία των μοναχών, κάθε χρόνο δε αποστέλλονται αρκετοί μοναχοί εις το άνωθεν μετόχιον διά τον λόγον αυτόν.
2. Μάλλον εννοεί την σταφυλή εντός της στοματικής κοιλότητος.