ΠΑΠΑ-ΓΡΗΓΟΡΗΣ Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ – ΕΝΑΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΣΤΥΛΟΣ ΑΡΕΤΗΣ
~ Ο παπα-Γρηγόρης ο Πνευματικός γεννήθηκε στο ιστορικό Μεσολόγγι και ήταν ένα από τα παιδιά, που σώθηκαν από την ηρωϊκή έξοδο του Μεσολογγίου.
Το επώνυμο του ήταν Μανωλάτος και έγινε μοναχός και ιερέας στην Νέα Σκήτη, στην Καλύβη του Αγίου Σπυρίδωνος. Για την αρετή του προτάθηκε από τους πατέρες της Νέας Σκήτης στην κυρίαρχο Μονή του Αγίου Παύλου και έγινε Πνευματικός. Έζησε για λίγα χρόνια και στην Καλύβη του Τιμίου Προδρόμου στην Αγία Άννα.
Στα μέσα περίπου της δεκαετίας 1840-1850 αναχώρησε για την Μικρά Αγία Άννα, για ανώτερη πνευματική ζωή, και πήρε την Καλύβη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η συνοδεία του αποτελείτο από τους ιερομονάχους παπα-Κοσμά και παπα-Δαμιανό.
Η περιοχή της Μικράς Αγίας Άννης ήταν τότε πολύ ησυχαστική, πτωχική και άνυδρη. Αλλά τις δυσκολίες αυτές τις υπερέβαινε ο ζήλος των πατέρων για την ασκητική ζωή. Στην συνοδεία του παπα-Γρηγόρη είχαν για εργόχειρο πλεκτές φανέλες, τσουράπια και καλτσοδέτες. Καλλιεργούσαν και ένα μικρό κήπο για να έχουν τα χρειώδη κηπευτικά.
Οι λίγοι επισκέπτες, που έφθαναν ως την καλύβη τους, πήγαιναν να εξομολογηθούν στον παπα-Γρηγόρη, ο οποίος είχε ήδη φήμη ενάρετου και διακριτικού Πνευματικού. Έβλεπε τους πατέρες που εξωμολογούσε υπό το πρίσμα της ασκητικότητος, γι αυτό ήταν αυστηρός και επιζητούσε την ακρίβεια και την τελειότητα. Είχε πνευματική δύναμη και γνώσι. Ήταν πράος, πολύ σιωπηλός και επιβλητικός.
Ο παπα-Γρηγόρης πήγε κάποτε στο παζάρι, στις Καρυές, για να πωλήση το εργόχειρο του. Το άφησε μπροστά του, κατέβασε τον σκούφο του και, σκύβοντας το κεφάλι του, έλεγε την ευχή. Τα χρόνια εκείνα ζούσε στο Άγιον Όρος και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ ο Γ’. Έτυχε, λοιπόν, να περάση μπροστά από τον παπα-Γρηγόρη και τον είδε να κρατά το κομποσχοίνι του και να έχη προσηλωμένο το βλέμμα του κάτω. Του έκανε εντύπωση και ρώτησε να μάθη ποιος είναι. Χάρηκε που έμαθε ότι ήταν ο φημισμένος πνευματικός παπα-Γρηγόρης. Τον πλησίασε και του είπε:
-Εσύ, πάτερ, δεν διαλαλείς το εργόχειρο σου; Κοίταξε γύρω σου να βρης κανέναν πελάτη να το πωλήσης.
– Όποιος έχει ανάγκη, Παναγιώτατε, από το εργόχειρο μου, μπορεί να το δη και να το πάρη. Δεν χρειάζεται να ψάχνω, απάντησε χωρίς να κοιτάξη τον Πατριάρχη.
– Δεν ήρθα, Πνευματικέ μου, να σε πειράξω. Ήρθα να σου πω ότι κάποια ημέρα θα έρθω να σε επισκεφθώ.
– Ευχαριστώ, αλλά μην κάνης τον κόπο, Παναγιώτατε, να έρθης, διότι το Καλύβι μου είναι πολύ μικρό και χαμηλό και δυστυχώς δεν χωράει Πατριάρχες.
– Ας είναι χαμηλό. Θα σκύψω και θα χωρέσω.
– Αν έσκυβες, δεν θα ήσουν τώρα εδώ εξόριστος. Θα ήσουν στην Πόλι, στον θρόνο σου, εννοώντας το αγέρωχο και το ασυμβίβαστο του μεγάλου αυτού Πατριάρχου.
Ο Πατριάρχης θαύμασε τον παπα-Γρηγόρη για την λακωνική και επιτυχημένη απάντησή του και η γνωριμία τους απετέλεσε σταθμό στην ζωή του. Πράγματι τον επισκέφθηκε στην Μικρά Αγία Άννα. Τον έκανε Πνευματικό του και πήγαινε συχνά. Έλεγε ότι ο παπα-Γρηγόρης είναι ο στύλος της αρετής και του μοναχικού βίου. Του δώρησε μάλιστα λειτουργικά σκεύη, βιβλία Εκκλησιαστικά και είδη οικοκυριού, πιάτα, ποτήρια, φλυτζάνια. Όλ’ αυτά, λόγω της ελλείψεως των άλλων Καλυβών, τα δανείζονταν οι πατέρες της περιοχής για τις πανηγύρεις τους.
Πηγή: Αθωνική Πολιτεία, Αρ Φύλλου:258 – ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019 σελ.4
https://simeiakairwn.wordpress.com