Διήγηση γέροντος Παρθενίου Α­γι­ο­παυ­λί­του: «Μία φορά που πήγαμε πάνω στο βουνό με τον μακαριστό πα­πα–Ανδρέα, ευ­ρη­κα­με δύο καλύβες, με ξυλαράκια, με μία εικόνα και ένα καντηλάκι, και μία γω­νο­υ­λα, αλλά δεν βρήκαμε κανέναν.

Ψάξαμε από δω, από κεί, αλλά δεν τον βρήκαμε, ενώ ήταν ε­κεί ο άνθρωπος, γιατί και το καντηλάκι και ένα φαναράκι με λαδάκι ήταν αναμμένο και ένα βιβλίο που διάβαζε ε­κεί πέρα, αλλά δεν τον βρήκαμε.

»Άλλη φορά ξαναπήγαμε και βρήκαμε άλλη κα­λυ­βο­υ­λα ε­κεί πάνω. Ε­κεί που τελειώνουν τα από­το­μα βράχια και αρχίζουν τα δένδρα, βρήκαμε το Καλυβάκι και ένα ντορβαδάκια με λίγο παξιμάδι κρεμασμένο, ε­κεί όλα τα πραγματάκια του, αλλά αυτόν δεν τον βρήκαμε ε­κεί. Που εξαφανίστηκε; Και δεν μας άκουσε, όταν πήγαμε. Εξαφανίστηκε. Ψάξαμε εδώ, ψάξαμε ε­κεί, δεν τον βρήκαμε, και μπο­ρεί να ήταν ε­κεί μπροστά μας και να μην τον βλέπαμε. Το Καλυβάκι όμως το βρήκαμε.

»Και άλλη φορά πήγαμε και βρήκαμε άλλο Καλυβάκι σε άλλη με­ριά, αλλά δεν βρήκαμε κανέναν. Αυ­τοί τίθενται σε αο­ρα­σί­α να πούμε· τω­ρα πως; Είναι θεϊκά μυστήρια».

Διηγήθηκε ο γε­ρω–Δαμασκηνός Α­γι­ο­βα­σι­λει­ά­της ότι ο πα­πα–Σάββας ο Πνευματικός κοι­νω­νού­σε το­υς γυμνούς Ασκητές κάθε Μ. Πέμπτη. Του είχαν πεί να μην το φα­νε­ρω­ση σε κανέναν. Και το τήρησε. Κάποτε όμως γινόταν συζήτηση στην Αγί­α Άν­να και με­ρι­κοί αμφισβητούσαν την ύπαρξη των γυμνών Ασκητών. Ο πα­πα–Σάββας τότε αναγκάστηκε να μι­λη­ση και το­υς είπε ότι και υπάρχουν και το­υς κοι­νω­νεί κάθε Μ. Πέμπτη. Είπε μάλιστα ότι, όταν θάρ­θουν να κοινωνήσουν, θα βάλει σημάδια, θα το­υς ακολουθήσει, για να δη που μένουν και να πάνε μετά μαζί με το­υς πατέρες να το­υς δεί­ξη την σπη­λιά τους.

»Όταν όμως ήρθαν την Μ. Πέμπτη του είπαν: ”Παπα–Σάββα, δεν θα ξα­ναρ­θού­με, γιατί πα­ρε­βης την συμφωνία μα­ς”. Ελέγχθηκε βέβαια και είπε ”ευλόγησον”, αλλά δεν ή­θε­λε να το­υς χάση και να μην το­υς ξαναδεί. Όταν έφευγαν, το­υς ακολούθησε βάζοντας σημάδια μέχρι την σπη­λιά τους. Ύστερα ξα­να­πη­γε με άλλους πατέρες και δεν εύρισκαν τον δρόμο, και τα σημάδια που είχε βάλει δεν υπήρχαν».

Κάποτε ο πα­πα–Ξενοφών ο Ρουμάνος, ο Κα­ψα­λι­ω­της μαζί με τον υποτακτικό του π. Δανιήλ πήγαιναν από την Λαύρα για τον Σταυρό. Κοντά στου κυρ–Ησαΐα είδαν δύο γυμνούς Ασκητές, οι ο­ποί­οι δεν το­υς μίλησαν και απομακρύνθηκαν βιαστικά. Το διηγήθηκαν στον γε­ρω–Δαμασκηνό τον Α­γι­ο­βα­σι­λει­α­τη και το­υς είπε ότι μάλλον θα ήταν από το­υς αόρατους. «Μα το­υς είδαμε και ήταν γυ­μνοί». «Ε, αυ­τοί ήταν», είπε.

Ο γε­ρω–Βαρλαάμ ο Ξε­νο­φων­τι­νός διηγήθηκε ότι πολλές φορές συναντήθηκε με το­υς γυμνούς Ασκητές. Τον χειμώνα κατέβαιναν από τον Ά­θω­να για να ξεχειμωνιάσουν στα μέρη του Ξενοφώντος που έχει ηπιότερο κλίμα. Ο γε­ρω–Βαρ­λα­άμ γύριζε στα δάση και ο,τι χρειάζονταν το­υς το πήγαινε. Έλεγε ότι ήταν ρακένδυτες. Φο­ρού­σαν ράσα, αλλά ήταν πα­λαιά και σχισμένα.

πηγή: iconandlight

https://simeiakairwn.wordpress.com